του Γιώργου Σταματόπουλου

Βιαζόταν να ξεμπερδεύει με το εν είδει προλόγου σημείωμά του στο βιβλίο «Η άχρονη χώρα» (εκδόσεις “Ποταμός”), «πριν ο χρόνος -έγραφε- προλάβει να καταπιεί και εμένα ίσως το μοναδικό μου άδολο κίνητρο γι’ αυτό το βιβλίο».

Από του κορυφαίους γραφιάδες ο Ρούσος (Βρανάς), ίσως γιατί ήξερε «το τέλος όλων των πραγμάτων», ίσως γιατί ήξερε ότι ο Θάνατος τον φλέρταρε με επιμονή, ίσως, τέλος, γιατί ήταν ο ίδιος καλός τρυγητής λέξεων, σχέσεων, καταστάσεων. Η ματιά του στον ξένο Τύπο, από όπου αντλούσε τα κείμενα-κοσμήματά του στα «Νέα», στη στήλη «Δρόμοι», ήταν επιεικής, κριτική, αυστηρή. Αλίευε την είδηση, τη μετέφραζε σε άψογα ελληνικά, τη φιλτράριζε στην παιδεία του, προσαρμόζοντάς την στη δική μας πραγματικότητα και μας τη δώριζε καθημερινά χωρίς ίχνος έπαρσης, χωρίς κάποια ιδιοτέλεια.

Γνήσιος πολίτης του κόσμου, δεν δίσταζε να καταθέσει το σχόλιό του με αφοπληστικά κοσμοπολίτικη ευγένεια, αλλά, ταυτόχρονα με μια μοναδική εντοπιακή εντροπία-αισθητική. Γιατί ήξερε. Γνώριζε τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, την Ετρώπη του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και, τελευταία, του  καπιταλισμού. Ανεδείκνυε τα ελάχιστα (που ήταν μείζονα, αλλά σιωπηλά αρνιόταν να μας τα υποδείξει ως τέτοια).

Γράφει, σελ.98: «Η ανεργία συντρίβει την αυτοπεποίθηση. Οι νέοι μεγαλώνουν πάρα πολύ γρήγορα, πάρα πολύ βίαια, με μια δρασκελιά περνούν μονομιάς όλες τις κλίμακες της παιδικής ηλικίας». Δεν σχολιάζει ο ίδιος, το αφήνει αυτό για μας. Και αλλού, σελ.97: «Στη φύση, οργή, θλίψη, φόβος, χαρά, όλα τα πάθη είναι αξεδιάλυτα από τη λογική και, τις πιο πολλές φορές, όχι αντίθετα σε αυτήν, τη συμπληρώνουν. Μοιάζουν με γέφυρα που επιτρέπει στον άνθρωπο να διασχίσει το απροσδόκητο, το άγνωστο. Τα συναισθήματα οδηγούν τη λογική και, χωρίς να είναι αντίθετα σε αυτήν, οργανώνουν τη σκέψη».

Γράφει για το σφύριγμα ως τρόπο γλώσσας, για τι θέατρο, τη γλώσσα, την τέχνη, τις λαϊκές παραδόσεις των χωρών, την τελευταία λέξη της επιστήμης, τη “διαμάχη” Δύσης – Ανατολής, τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, το φαγητό, τις αισθήσεις, το γέλιο, τον καφέ, τον έρωτα…με εξοντωτική απλότητα. Γράφει για τον Καντ, σελ.153: «Θεωρούσε την όσφρηση άχρηστη στη γνώση, γιατί δίνει αισθήματα μονάχα φευγαλέα και προσωρινά. Ευτυχώς υπάρχει ο Νίτσε. Εκείνος είπε “η ευφυία μου βρίσκεται στη μύτη μου”».

Ήξερε ότι η πραγματικότητα πάντα ξεπερνάει κάθε φαντασία. Συμπάσχων, μελίρρυτος, πεπαιδευμένος. Δεν του άπεσε να μιλάει για τη φυλακή, πίστευε στη Λήθη και στη Μνημοσύνη, και στη Λογική και στο Συναίσθημα. Υωιγόνως πράος και ταπεινός. Γραφιάς. Έλληνας. Άνθρωπος. Φίλος. Τον ευχαριστώ για όλα αυτά.

gstamatopoulos@efsyn.gr

ΠΗΓΗ: “Εφημερίδα των Συντακτών”, 21/11/2012