του Μπάμπη Άννινου,  

— Ζαχαρία! . . . ε, Ζαχαρία! . . . μωρέ που είσαι: . . .

Ούτως εβόα η αξιότιμος κυρία Θεοδώρα περιερχομένη την οικίαν προς ανεύρεσιν του συζύγου της, αλλ’ ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις.

— Μα τι έγινες, αναθεματισμένε . . . μαγκούφη! εξηκολούθει βοώσα η σύνευνος του κ. Παραδαρμένου ερυθρά εξ οργής, εξετάζουσα εις τα δωμάτια, έως ότου εύρε τον κ. Ζαχαρίαν, δειλόν, συνεσπειρωμένον, ωχριώντα, προ του γραφείου του καθήμενον και αναγινώσκοντα εφημερίδα.

— Μα γυναίκα! . . . ε, γυναίκα! . . . είπε μόλις την είδε· τι κάθεσαι και φωνάζεις «Ζαχαρία, Ζαχαρία! . . . »; Θέλεις λοιπόν να με καταστρέψης;

Η κυρία Θεοδώρα προσέβλεψεν έκπληκτος τον σύζυγόν της και παρετήρησε μετά προσοχής αυτόν επί στιγμήν διά να πεισθή αν είχε σώας τας φρένας.

— Καλέ, δεν μου λες, στα σωστά σου είσαι, Ζαχαρία, σήμερα; του είπεν επί τέλους,

— Πάλιν! ανεβόησεν ο κύριος Παραδαρμένος θρηνωδώς πάλιν! λοιπόν εβάλθηκες χωρίς άλλο να με αφανίσης More