Του Δημήτρη Χαλυβόπουλου
Άπαντες αντιλαμβάνονται ότι η αύξηση του Φ.Π.Α. μειώνει την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών και των νοικοκυριών, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της «ρευστότητας» – ζήτησης στην πραγματική οικονομία. Η δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι «κυβερνώντες» για την αύξηση των συντελεστών του Φ.Π.Α., είναι η προσδοκία για αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Σκοπός της παρούσας ανάλυσης, είναι να αποδειχθεί στο ευρύ κοινό ότι η αύξηση του Φ.Π.Α. δεν πλήττει μόνο τα νοικοκυριά και τους καταναλωτές, αλλά και τα φορολογικά έσοδα του ίδιου του κράτους λόγο μειωμένων εσόδων από την άμεση φορολόγηση.
Ως γνωστόν, ο Φ.Π.Α. είναι ουδέτερος για τις επιχειρήσεις καθώς δεν επηρεάζει το λογιστικό τους αποτέλεσμα. Οι επιχειρήσεις συμψηφίζουν το Φ.Π.Α. που εισπράττουν από τις πωλήσεις τους, με το Φ.Π.Α. που πληρώνουν μέσω των αγορών τους και τη διαφορά την αποδίδουν στο κράτος. Γενικότερα όμως, ούτε οι επιχειρήσεις επιθυμούν αυξήσεις στους συντελεστές του Φ.Π.Α. διότι, όσο μειώνεται η ζήτηση και το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών, τόσο μειώνεται ο τζίρος και τα καθαρά κέρδη των επιχειρήσεων. More