
Του Γιάννη Δημογιάννη
«Ο ήλιος που δεν έλεγε να δύσει, αυτές τις ώρες που είχαν τη γεύση του ύπνου και των διακοπών, δεν προσκαλούσαν πια, όπως άλλοτε, στις γιορτές του νερού και της σάρκας. Οι ώρες ηχούσαν κούφιες μέσα στην περίκλειστη και σιωπηλή πόλη, κι είχαν χάσει τη λάμψη των ευτυχισμένων εποχών. Ο ήλιος της πανούκλας ξεθώριαζε όλα τα χρώματα κι έδιωχνε κάθε χαρά…» (Α.Καμύ, «Η Πανούκλα»)
Καυτός και ανελέητος Ήλιος. Να πυρακτώνει απ’ άκρη σε άκρη τα «νεύρα» της ύλης ∙ να λιώνει, να συνθλίβει, να εξαϋλώνει τα πάντα, αργά, επώδυνα, ηδονικά. Μεσημέρι Κυριακής, και, επιτέλους, καταλήγω κάθιδρος, αλλά ανακουφισμένος στην πολυπόθητη ακτογραμμή. Το τελευταίο, μονολόγησα, ανέγγιχτο καταφύγιο στα πέτρινα χρόνια της κρίσης, η μοναδική, ίσως, αλώβητη «υγιής» βεβαιότητα: το Πανδαιμόνιο της καλοκαιρινής έκστασης. Και ιδού, σε πείσμα του βροχερού Ιούνη, η θάλασσα προβάλλει μπροστά μου λυτρωτική, ακύμαντη, διαυγής, ονειρώδης. Το μάτι διασχίζει ακαριαία την ακτογραμμή, η προσδοκία κορυφώνεται, και τότε, εντελώς αναπάντεχα, ο ιδρώτας παγώνει στην πλάτη, από το πρωτοφανές θέαμα που συνειδητοποιώ… Η εικόνα φαντάζει ανοίκεια, αφύσικη, ανεξήγητη, σχεδόν εκδικητική. Εκεί που Θα περίμενες η θάλασσα να είναι κατάστικτη με ανθρώπινες «πινέζες», παραμένει άδεια. Κενή από ανθρώπους, θαρρείς εγκαταλειμμένη από λουόμενους και κολυμβητές, λες και ο Ήλιος – ο Αυτοκράτωρ που κάποτε δεν έλεγε να δύσει στο Δυτικό ακρωτήρι – να έπαψε να «προσκαλεί, όπως άλλοτε, στις γιορτές του νερού και της σάρκας». Λες και οι ώρες που κουβαλούσαν κάποτε την αύρα της αθωότητας και της ραστώνης, να ξεθώριασαν μπροστά σε μία αναπάντεχη επιδημία. Σε μία αδιόρατη και ύπουλη «πανούκλα». More