Της Μαριάννας Τζιαντζή
Ένα από τα βουβά θύματα της πανδημίας, στον τόπο μας και αλλού, είναι και το κρασί. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιεύματα, 45.000 τόνοι ελληνικού κρασιού παραμένουν αδιάθετα σε αποθήκες και δεξαμενές και το μέλλον τους προβλέπεται ζοφερό.
Χώρα μεσογειακή η Ελλάδα και δεν γεύεται ένα από τα καλύτερα δώρα που της χάρισε η γεωγραφική της θέση. Το αζήτητο κρασί δεν είναι πρόβλημα μόνο των οινοποιών, δεν είναι μόνο ένα οικονομικό πρόβλημα, που συνδέεται με τη βαριά κρίση στον κλάδο της εστίασης και του τουρισμού, αλλά είναι και δείκτης της κρίσης στον τρόπο ζωής μας, στην κουλτούρα γενικότερα.
Από τα πανάρχαια χρόνια μια οριζόντια γραμμή τέμνει την Ευρώπη, λένε οι ιστορικοί, ορίζοντας δυο ζώνες: τη ζώνη του κρασιού και του ελαιόλαδου από τη μια και τη ζώνη του ζύθου και του βουτύρου από την άλλη. Σε ποια ζώνη ανήκουμε εμείς είναι προφανές, εκτός και αν θέλουμε να πολιτογραφηθύμε στην παγκόσμια ζώνη της κόκα κόλα και των superfoods. «Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», όμως η απουσία του οίνου ή μάλλον ο οίνος ο υπαρκτός αλλά ανέγγιχτος είναι σημάδι βαθιάς στέρησης, και υλικής και πνευματικής.
Δεν εννοώ το κρασί που πίνουμε μόνοι μας ή στο καθημερινό οικογενειακό τραπέζι, αλλά το κρασί της παρέας, της ταβέρνας, των κοινωνικών συναναστροφών. Όχι ντε και καλά για να μεθύσουμε, αλλά για να ζαλιστούμε γλυκά, να ανοιχτούμε στους γύρω μας και να δεχτούμε το δικό τους άνοιγμα.
Ένας λαός που δεν πίνει, δεν χορεύει, δεν τραγουδάει είναι ένας λαός σκυμμένος, ένας λαός που πενθεί. Κάποτε, ακόμα και στα μικρά και φτωχικά χωριά, η ονομαστική γιορτή ήταν μια ευκαιρία για συνεύρεση και γλέντι. Συχνά τη συνόδευαν και όργανα, ένα κλαρίνο κι ένας ζουρνάς, ένα μπουζούκι και μια κιθάρα. Όλα τα φώτα του σπιτιού έμεναν αναμμένα, η εξώπορτα ήταν ανοιχτή. Η συνήθεια αυτή άρχισε να υποχωρεί πολύ πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση και σήμερα μοιάζει εξωτική. Η επίσκεψη σε κάποιον εορτάζοντα χωρίς να έχει προηγηθεί πρόσκληση θεωρείται αδιανόητη, παραβίαση της ιδιωτικότητάς του. Ακόμα και τα ευχετήρια τηλεφωνήματα θεωρούνται κουραστικά. Ένα SMS με χρόνια πολλά ή ευχές στο Facebook – κι αυτό είναι όλο. Το πολύ να φέρει ο εορτάζων ένα κουτί γλυκά στο γραφείο του, όμως τώρα η τηλε-εργασία, για όσους δεν είναι άνεργοι, τους απαλλάσσει από περιττά έξοδα.
Το κρασί μένει αζήτητο σαν τη «σεμνή παρθένα που λέγονταν Πουλχερία» και «την παραμονή του γάμου της σφουγγάρισε προσεχτικά όλο το σπίτι και την επομένη απέθανε», όπως λέει ο ποιητής. Ή μάλλον, «σεμνές παρθένες Πουλχερίες» γινόμαστε όλοι εμείς οι αναγκαστικά απέχοντες από οικονομική αδυναμία, από φόβο της μετάδοσης του ιού, από έλλειψη διάθεσης για χαρές και πανηγύρια.
Για το πρόβλημα του αδιάθετου κρασιού έχουν προταθεί λύσεις, τις οποίες οι ειδικοί είναι σε καλύτερη θέση να αξιολογήσουν και να προτείνουν, π.χ. τη μετατροπή του σε τζελ απολύμανσης ή σε τσίπουρο που αντέχει περισσότερο στο χρόνο και καταλαμβάνει λιγότερο χρόνο ή σε ξύδι -αλλά πόσο ξύδι μπορεί να καταναλώσει ο δόλιος άνθρωπος; Όμως δεν είναι εύκολο να προταθούν λύσεις για την τραυματισμένη κοινωνικότητα, για την αποξένωση, το κλείσιμο στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, για την καταπολέμηση του φόβου που ροκανίζει τα πάντα και διαβρώνει τις πιο στοιχειώδεις ανθρώπινες σχέσεις.
Τι θ’ απογίνει τόσο αζήτητο κρασί; Ένας Γερμανός συγγραφέας του Μεσοπολέμου, γράφοντας για τη μεγάλη οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’20, αναφέρεται στους απελπισμένους κτηνοτρόφους που έχυναν το αζήτητο γάλα στο ποτάμι μες στη νύχτα, καθώς ντρέπονταν να κάνουν το ίδιο στο φως της μέρας. Παρωχημένες ευαισθησίες, θα μπορούσε να πει κανείς, όμως η αγωνία των ανθρώπων, των αμπελουργών και όλων αυτών που εργάζονται στον κλάδο της οινοποιίας είναι η ίδια.
Μαζί με το κρασί που δεν ήπιαμε, θα μπορούσαμε να θρηνήσουμε για τις θάλασσες που δεν ταξιδέψαμε (και παραμένουν οι πιο όμορφες;), για τους ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε, τις ιδέες που μας είναι άγνωστες, τις διαδηλώσεις όπου δεν συμμετείχαμε, τα συνθήματα που δεν φωνάξαμε, τις κραυγές που κατάπιαμε, τα τραγούδια που δεν είπαμε, τους έρωτες που δεν ζήσαμε. Χορτάσαμε όμως οθόνη, χορτάσαμε ψηφιακή συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις. Καιρός να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στη ζωή, στη ζωή χωρίς κοινωνική αποστασιοποίηση και, για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ να γίνουμε αρνητές μάσκας ή οργανωτές μεταμεσονύκτιων πάρτι σε πλατείες και πεζόδρομους Να διεκδικήσουμε συλλογικά όλα αυτά τα «αδιάθετα» που υπάρχουν ως δυνατότητα αλλά το σύστημα, ο καπιταλισμός μάς στερεί: το δικαίωμα στην αξιοπρεπή εργασία, στην υγεία, στην ίδια την ομορφιά της ζωής.
Και το μέλλον; Θα έχει «πολλή ξηρασία», όπως προέβλεπε ένας άλλος ποιητής, ή πολύ ξύδι, αφού αυτή είναι η μοίρα του αδιάθετου, του ανέγγιχτου, του αφίλητου κρασιού.
Leave a Reply