Της Αιμιλίας Καραλή

Μόνο όταν αυτά τα φώτα σβήσουν, μόνο όταν αυτές οι φωνές σωπάσουν, τότε μπορεί να ανατείλει πραγματικά ο «Ήλιος της δικαιοσύνης». Θα είναι γέννημα ταπεινών, διωγμένος, εξόριστος, φτωχός. Θα θερμαίνεται από την πνοή της καθαρής φύσης και θα απαιτεί τη δικαιοσύνη, όχι στους ουρανούς, αλλά «επί γης».

Στις 25 Δεκεμβρίου του 378 γιορ­τάστηκαν για πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη τα γενέθλια του Χριστού. Μέχρι τότε η ημερομηνία αφορούσε «το γενέθλιον του αήττητου Ήλιου», δηλαδή του Μίθρα, του πέρση θεού του ηλίου και του φωτός. Γιόρτα­ζαν έτσι το χειμερινό ηλιοστάσιο, το με­γάλωμα δηλαδή της μέρας, το πέρασμα από το σκοτάδι στο φως. Ήταν μια προ­σπάθεια της χριστιανικής εκκλησιαστι­κής εξουσίας να αφομοιώσει τις παλαιότερες διαδεδομένες λατρευτικές συνή­θειες και να τους δώσει τον χαρακτήρα της νέας θρησκείας. Δεν είναι τυχαίο που στο απολυτίκιο των Χριστουγέν­νων ο Χριστός αποκαλείται «φως της γνώσεως» και «Ήλιος της δικαιοσύνης».

Από την παραμονή των Χριστουγέν­νων ως τα Θεοφάνεια, το «Δωδεκάημε­ρο» που έλεγε και η γιαγιά μου, συνέ­βαιναν πράγματα θαυμαστά. Γεννιόταν ο Χριστός, ερχόταν η Πρωτοχρονιά και, τέλος, με τα Φώτα «έλαμπε τη νύχτα ο ουρανός». Αν έκανες μια ευχή, θα «έβγαινε». «Το είχα ιδωμένο με τα μά­τια μου», μου έλεγε. Για το αν της είχε βγει η ευχή, ποτέ δεν μου είπε. Πάντως σε κάθε μέρος της Ελλάδας -και όχι μόνο- υπήρχαν έθιμα που προοιωνίζονταν τον ερχομό της άνοιξης. Γι’ αυτό και ο στολισμός με κλαδιά από μυρ­σίνη, δάφνη, μυρτιά, πεύκο και ελιά. Γι’ αυτό και οι ευχές και τα δώρα που σχετίζονταν με την υγεία, την ευτυχία, την ευημερία. Και στα τζάκια έκαιγε ένα κούτσουρο για να διώχνει μακριά τους καλικαντζάρους -μικρά ξωτικά, σαν γα­τιά- που ρύπαιναν τα νερά και πριόνι­ζαν το δέντρο της ζωής. Αυτοί έφευγαν τελικά με το άγιασμα των νερών που συνδέεται με την Βάφτιση του Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Έτσι τα νερά, καθαρά πια, ήταν έτοιμα να ποτί­σουν τη γη, να της δώσουν τη δύναμη να καρποφορήσει.

Οι τελετές και οι συνήθειες αυτές έχουν χάσει το νόημα που είχαν, για­τί έχουν χαθεί και οι ανάγκες που τις γέννησαν. Μένουν πια σαν γοητευτικές αφηγήσεις για εποχές παλιότερες, ένα ανάγνωσμα λαογραφίας που οδηγεί σε μια απογοήτευση για την απώλεια της «αγνότητας και της ομορφιάς των πα­λιών καλών ημερών». Ξεχνάμε, βέβαια, πως αυτοί που τις έζησαν δεν ένιωθαν το ίδιο, γι’ αυτό δημιούργησαν τις τε­λετές για να ξορκίσουν το κακό που σκοτείνιαζε και έπνιγε τις ζωές και τα σπαρτά τους.

Σήμερα, ξέρουμε πως καμιά τελετή και κανένα έθιμο δεν μπορεί να διώξει και να στείλει «το κακό το τρισκατάρατο εκεί που ψένει ο ήλιος το ψωμί κι η θά­λασσα το ψάρι». Ο αέρας, η φωτιά, η γη

και το νερό -«στοιχεία αχάλαστα, αρχή και τέλος των πραγμάτων»- εν δυνάμει μόνο βοηθούν τη ζωή. Την σκορπίζουν, την καίνε, την δηλητηριάζουν, την διαβρώνουν. Τιθασευμένα από το κέρδος γίνονται τα στοιχειά που για να ζήσουν παίρνουν τη ζωή και την διαλύουν.

«Είναι δηλητηριασμένο το χώμα που θα μας σκεπάσει ή θα μας εξορίσει», έγραφε ο Εντουάρντο Γκαλεάνο, και δεν είναι δεν είναι μόνο η κυριολεξία που κάνει την κατάσταση τρομακτική. Είναι και το δηλητήριο του μίσους που εξαπλώνεται και στοχεύει στον αδύνα­το, τον φτωχό, τον ξένο σε κάθε σημείο της γης. Είναι και ο μιθριδατισμός, η ανοχή σε αυτό που κάνει τα πράγμα­τα ακόμη πιο δύσκολα και φανερώνει πως οι μέρες αυτές δεν είναι πια άγιες, αλλά μόνο άγριες. Γιατί μόνο σε άγρι­ους καιρούς η ελευθερία ταυτίζεται με την αυθαιρεσία και την ασυδοσία της εξουσίας. Μόνο σε τέτοιους καιρούς η αφαίρεση δικαιωμάτων εμφανίζεται από αυτήν και υιοθετείται από πολλούς σαν αναγκαία συνθήκη για την «πρό­οδο και την εξέλιξη» των κοινωνιών. Ενώ όλα αυτά τα καλύπτουν τα τεχνητά φώτα των εορταστικών στολισμών, οι δεκάρικοι ευχετήριοι λόγοι για ευτυχία, ευημερία, ειρήνη.

Μόνο όταν αυτά τα φώτα σβήσουν, μόνο όταν αυτές οι φωνές σωπάσουν, τότε μπορεί να ανατείλει πραγματικά ο «Ήλιος της δικαιοσύνης». Θα είναι γέν­νημα ταπεινών, διωγμένος, εξόριστος, φτωχός. Θα θερμαίνεται από την πνοή της καθαρής φύσης και θα απαιτεί τη δικαιοσύνη, όχι στους ουρανούς, αλλά «επί γης».

Πριν