Της Ιωάννας Σωτήρχου
Διεθνές πολιτικό γεγονός, μοναδικό στα χρονικά, που επέδρασε στην εξέλιξη του δικαίου και της σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου, αποτέλεσε η Ελληνική Υπόθεση που έφεραν ενώπιον του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΣτΕ) τέσσερα ευρωπαϊκά κράτη (Σουηδία, Νορβηγία, Δανία, Ολλανδία) μετά το απριλιανό στρατιωτικό πραξικόπημα, σύμφωνα με τον πρώτο Ελληνα εκλεγμένο πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθηγητή διεθνούς δικαίου Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο.
Και ακούστηκε σαν τραγική ειρωνεία, μετά τα κρούσματα αστυνομικής βαρβαρότητας κατά νέων που είδαν το τελευταίο διάστημα το φως της δημοσιότητας, όταν είπε ότι η συμβολή της Ελληνικής Υπόθεσης που οδήγησε στην αποχώρηση της χώρας για να αποφύγει την αποπομπή της πριν από μισό αιώνα ακριβώς, θεμελιώθηκε και στο άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που αφορά την απαγόρευση των βασανιστηρίων καθώς ήταν αυτή η υπόθεση που συνέβαλε στην οριοθέτηση της έννοιας των βασανιστηρίων.
Στην αναφορά του το ΣτΕ ήταν καταπέλτης κατά των συγκεκριμένων πρακτικών από κρατικά όργανα και πιστοποιούσε 18 μορφές βασανιστηρίων, από τη φάλαγγα έως τη σεξουαλική κακοποίηση, με αποδείξεις για 11 άτομα και ισχυρές ενδείξεις για αρκετές ακόμη περιπτώσεις.
Με το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και των πολιτικών να απουσιάζει, το διεθνές συνέδριο «Η “Ελληνική Υπόθεση” στο Συμβούλιο της Ευρώπης: καταλύτης για το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα;», που έγινε υπο την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας και συνδιοργανώθηκε από τα αντίστοιχα ινστιτούτα των χωρών που τότε προσέφυγαν κατά της Ελλάδας σε συνεργασία με το Ιδρυμα Μαραγκοπούλου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Ιδρυμα Κάρλσμπεργκ, ήταν και αυτό ιστορικό από πολλές απόψεις.
Οχι μόνο επειδή φώτισε μια άγνωστη πτυχή της ελληνικής Ιστορίας, αλλά επειδή σε αυτό πήραν τον λόγο για να μιλήσουν για πρώτη φορά δημοσίως μετά από πέντε δεκαετίες βασανισθέντες, στελέχη του αντιδικτατορικού κινήματος στην Ελλάδα και πρωτεργάτες της αντιδικτατορικής αλληλέγγυας δράσης στο εξωτερικό, που έβαλαν στην άκρη τις πολιτικές τους διαφορές και συστρατεύτηκαν στον κοινό αγώνα. Τις δυσκολίες στο να βρεθούν μάρτυρες για το Συμβούλιο, καθώς ακόμη κι αν είχαν αφεθεί ελεύθεροι, υπήρχε ο φόβος ότι θα ξανασυλληφθούν αν μιλήσουν, επισήμαναν οι ομιλητές στη συνεδρία με τις μαρτυρίες. Ο Γεράσιμος Νοταράς περιέγραψε τα 5,5 χρόνια εγκλεισμού του και τα μαρτύριά του στο παροπλισμένο πλοίο «Ελλη».
Ο Περικλής Κοροβέσης, η υπόθεση του οποίου έγινε ευρέως γνωστή με το βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» στο εξωτερικό, μίλησε για τη Μαρία Μπέκετ που βοήθησε όσο καμία άλλη την Ελληνική Υπόθεση και εκτίμησε ότι οι βασανισθέντες ήταν περισσότεροι από 3.000.
Η Νατάσα Μερτίκα ακόμη και 50 χρόνια μετά κατέθεσε ότι δεν της είναι εύκολο να μιλάει γι’ αυτήν την εποχή. Επιστράτευσε τον Σεφέρη –«είναι σαν ένας κόμπος δάκρυ χωμένος σε κάποια κλείδωση της ορχήστρας που θα την κρατά βουβή» και μνημόνευσε τις συναγωνίστριές της που επίσης βασανίστηκαν και πια δεν ζουν και συνέβαλαν στο κατηγορητήριο κατά της χούντας.
Ο οικονομολόγος Γιάννης Σπράος, πρόεδρος της αντιδικτατορικής Επιτροπής στο Λονδίνο, αναφέρθηκε στη δράση των Ελλήνων που μαζί με ξένους πολιτικούς έδωσαν τη μάχη της δημοσιότητας για να εκτεθούν τα αίσχη της χούντας στο εξωτερικό.
Ο 94χρονος Μπάμπης Καλαντζής, η ψυχή της αντιδικτατορικής εκστρατείας για την παραπομπή της Ελλάδας στη Σουηδία και τις σκανδιναβικές χώρες μίλησε για τον δικό τους αντιδικτατορικό αγώνα, που ξεκίνησε την Παρασκευή 21 Απριλίου αμέσως μόλις έγινε γνωστό το πραξικόπημα, περιγράφοντας μέρα τη μέρα την οργανωτική κινητοποίηση των Ελλήνων στη Σουηδία και τη συνδρομή των Σουηδών.
«Είχε βοηθήσει ότι στις 16 Απριλίου είχαμε κάνει όλοι μαζί μια πορεία κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και το ότι οι περισσότεροι Ελληνες στη Σουηδία ήταν πολιτικοποιημένοι».
Η Λυδία Καρρά κατέθεσε τη δική της συμβολή στον αγώνα, όταν στην εξορία με την ιδιότητά της ως ανταποκρίτριας του «Ομπζέρβερ» κατάφερε να πάει στο ξενοδοχείο όπου έμεναν οι χουντικοί στο Στρασβούργο και να δει έναν από τους δύο μάρτυρες που είχαν μαζί τους για την ακρόαση στο Συμβούλιο. «Να πείτε την αλήθεια», παρακάλεσε τον ταλαιπωρημένο άνθρωπο όταν τον εντόπισε, κάτι που ήταν αρκετό για να τολμήσουν οι μάρτυρες να αλλάξουν στρατόπεδο και να καθορίσουν την έκβαση της ακρόασης.
Βασανιστήρια
Πέρα από τις νομικές προσεγγίσεις για τη συμβολή της «Ελληνικής Υπόθεσης» στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις πολιτικές κατά των βασανιστηρίων, παρουσιάστηκαν και μελέτες που αφορούσαν την έμφυλη κρατική βία, τα σεξουαλικά βασανιστήρια κατά των τότε νέων γυναικών που συνελήφθησαν, τον εξευτελισμό και την ταπείνωσή τους, πέρα από τον πόνο και τον τρόμο· κακοποίηση που ακόμη και σήμερα, πέντε δεκαετίες μετά, δεν βρίσκει εύκολα τον τρόπο να γίνει μαρτυρία και να καταγραφεί στην επίσημη Ιστορία.
«Η Ελληνική Στρατιωτική Δικτατορία και η Δηλητηριώδης Γνώση των βασανιστηρίων και των Τραυμάτων» ήταν η μελέτη που παρουσίασε η Κατερίνα Στεφάτος (Καλαμαζού Κόλετζ, Μίσιγκαν) με την πρώην πολιτική κρατούμενη Γεωργία Σαρηγιαννίδου-Παπαδοπούλου.
Και είναι, όπως λέει και ο τίτλος της μελέτης, μια δηλητηριώδης γνώση: αυτή για τις γυναίκες και τους άντρες που υπέστησαν σεξουαλικά βασανιστήρια και ταπεινώσεις, βιασμό ή απόπειρα βιασμού, διεισδύσεις με αντικείμενα και νερό, ηλεκτροσόκ στα γεννητικά όργανα.
Αναφερόμενη στη μελέτη δύο περιπτώσεων έδειξε πως τα σεξουαλικά βασανιστήρια και η τρομοκρατία κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και της φυλάκισης λειτουργούσαν ως εργαλείο καταστολής και ως μέρος ενός κρατικού σχεδίου ελέγχου, ρύθμισης και αποκατάστασης των «αδιόρθωτων» πολιτικά ενεργών γυναικών, πως οι πατριαρχικές και εθνικιστικές αφηγήσεις συνέτειναν στην κακοποίηση και πως πολιτικοποιήθηκε και εργαλειοποιήθηκε το γυναικείο κορμί για να τιμωρηθεί όχι μόνο το φύλο αλλά και οι προσδοκίες του φύλου – όταν μια έγκυος γυναίκα αποβάλλει και στη συνέχεια βασανίζεται ώστε να σακατευτεί ανεπανόρθωτα η δυνατότητα τεκνοποίησης, όπως και στην υπό μελέτη περίπτωση της νέας τότε που είναι εν μέρει ανάπηρη επειδή είχε περάσει πολυομελίτιδα και αναζητούν ένα υγιές σημείο στο σώμα της, που δεν επηρεάζεται από την αναπηρία, και βρίσκουν τον ομφαλό της για να κάνουν ηλεκτροσόκ, «για να μη γεννήσεις κομμουνιστάκια».
Μελέτη που θέλησε να εισαγάγει στη συλλογική μνήμη και την επίσημη κατασκευή της Ιστορίας την απουσία ενός λόγου, αυτού για τα σεξουαλικά βασανιστήρια και τον τρόμο που σχετίζεται με το φύλο, ένα τραύμα που επιβιώνει και μετά το στρατιωτικό καθεστώς αλλά δυσκολεύεται να αρθρωθεί, λόγος για τον οποίο προτάθηκε να σκεφτούμε κριτικά τη σιωπή ως μηχανισμό επιβίωσης και μια νέα μορφή γλώσσας και να βρούμε έναν τρόπο να την ενσωματώσουμε στο αρχείο της μνήμης…
Μαρτυρίες
Μπάμπης Καλαντζής, Λυδία Καρρά, Περικλής Κοροβέσης
Για περισσότερους από 8.000 κρατούμενους έκανε λόγο η έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας το 1968, που συνέλεξε μαρτυρίες βασανισθέντων και διαχώρισε τα βασανιστήρια σε σωματικά και μη ήδη από τότε.
Πολιτική βία και κρατικός τρόμος ενάντια στα θύματα, κυρίως νέους αντιφρονούντες αλλά όχι μόνο, που εφαρμόζονται ως επίσημη κρατική πρακτική, συστηματοποιημένα και επιστημονικά εκτελεσμένα από εκπαιδευμένους βασανιστές και αξιωματικούς.
Πού χωράει η μουσική σε όλα αυτά που ώς τότε ήταν συνδεδεμένη με τον αγώνα για ελευθερία και μια καλύτερη κοινωνία; Πώς μπορεί να εξυπηρετεί τους σκοπούς του καθεστώτος; Και όμως: στη μελέτη της «Ηχοτοπία των βασανιστηρίων: προωθημένες τεχνικές ανάκρισης και η κληρονομιά της “Ελληνικής Υπόθεσης”» η μουσικολόγος Αννα Παπαέτη εξήγησε γιατί οι ήχοι, οι κραυγές αλλά και τα τραγούδια που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές δεν αποτελούσαν απλώς κάλυψη για να μην ακούγονται τα ουρλιαχτά των βασανισθέντων, όπως μέχρι τώρα νομίζαμε.
Ηταν η επιστημονική προσέγγιση βασανισμού, σύμφωνη προς το εγχειρίδιο Κούμπαρτ, που είχε εκδώσει στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η CIA, ως μέθοδο διάλυσης του ηθικού των ανακρινομένων από τους βασανιστές, μερικοί εκ των οποίων επαίρονταν ότι είχαν σπουδάσει τρόπους «ψυχολογικής ανάκρισης» στις ΗΠΑ.
Και μάλιστα αποτέλεσαν την πρώτη συστηματική εφαρμογή τους συνδέοντας την ελληνική περίπτωση με στρατιωτικά πραξικοπήματα που υποκινήθηκαν από τις ΗΠΑ και χρησιμοποίησαν αντίστοιχες μεθόδους αργότερα στη Λατινική Αμερική.
Διερευνώντας τους τρόπους με τους οποίους η ελληνική χούντα ανέπτυξε τη μουσική ως μέσο τρομοκρατίας, το ηλεκτρικό κουδούνι που χτυπούσε συνεχώς στην Ασφάλεια Πειραιά, οι βαρύγδουποι ήχοι σαν γκονγκ ή καμπάνα και τα μαρσαρίσματα στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας, οι μεταλλικές πόρτες που κλείνουν με κρότο και τα ολονύχτια χτυπήματα στα κάγκελα των κελιών, τα τραγούδια που ακούγονταν συνεχώς και σε μεγάλη ένταση στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ακόμη και οι κραυγές από πόνο όσων βασανίζονταν, αποκτούν διαφορετικό νόημα: βρίσκονται στην αιχμή των ανακριτικών πρακτικών της εποχής για τον έλεγχο του νου και την πλύση εγκεφάλου, που σε συνδυασμό με την αισθητική στέρηση, την απομόνωση, τη στέρηση ύπνου, τη διαρκή στάση και την αγωνία αποτελεί μια επίθεση σε όλες τις αισθήσεις, οδηγεί σε ψευδαισθήσεις, και η απώλεια ελέγχου επιτείνει την τρομοκράτηση και τον εξευτελισμό των πολιτικών κρατουμένων καταφέρνοντας τελικά να τους «τρελάνουν», όπως είπε ένας, και να κάμψουν το ηθικό τους. Κάτι που τα βασανιστήρια δεν το επιτυγχάνουν πάντα, ειδικά σε ανθρώπους που πιστεύουν σε υψηλά ιδανικά.
Ανάμεσα στα τραγούδια της εποχής που έπαιζαν τα ραδιόφωνα και χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές ήταν και ο «Στέφανος» του Δήμου Μούτση με τον Καλογιάννη: και μας έφερε στον νου τις καταγγελίες του συνθέτη για τα ουρλιαχτά που άκουγε πριν από λίγες μέρες από το αστυνομικό τμήμα Εξαρχείων.
Ελλάς Ελλήνων Ατιμώρητων Βασανιστών: μπορεί να ηχεί σαν τραγική ειρωνεία, στη χώρα που τη γέννησε, ωστόσο αυτό ακριβώς το επίθετο φαίνεται να συνδέει τα όσα τραγικά συνέβησαν από τα όργανα του κράτους, στρατιωτικούς και αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της δικτατορίας στη χώρα μας με τη σημερινή πραγματικότητα της αποκατεστημένης δημοκρατίας. Η ατιμωρησία.
«Απογοητευτική» χαρακτήρισε την απόδοση δικαιοσύνης μιλώντας για αυτές τις δίκες ο Σωτήριος Κύρκος, πρόεδρος του Στρατοδικείου της Αθήνας, καθώς οι περισσότεροι απαλλάχθηκαν, ελάχιστοι από τους βασανιστές τελικά καταδικάστηκαν και αυτοί σε μικρές ποινές, με αναστολή ή εξαγοράσιμες.
Στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη κατόπιν εγκλήσεως από τους επιβιώσαντες των μαρτυρίων. Για 700 δίκες βασανιστών που έγιναν εκτός Αθηνών δεν υπάρχουν πλέον αρχεία. Αλλά και το ίδιο το αδίκημα των βασανιστηρίων δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη την εποχή που έγιναν οι δίκες, προβλέφθηκε μόλις το 1984.
Από πολλούς ακούστηκε, υπό το βάρος και της κατασταλτικής συγκυρίας, ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι είναι μια χώρα που δεν ανέχεται τα βασανιστήρια. Είθε. Γεγονός παραμένει ότι ακόμη και οι σημερινές εκθέσεις της Διεθνούς Αμνηστίας, που έπαιξε τότε ρόλο-κλειδί για τη στοιχειοθέτηση των βασανιστηρίων, μιλούν για τη διαρκή ατιμωρησία της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Leave a Reply