του Νικόλα Ευαντινού
Τύχη αγαθή με έφερε να συναντήσω από κοντά και να μοιραστώ έναν καφέ με θνητό πυρπολημένο. Πυρπολημένο από έρωτα. Ερωτα για την επανάσταση. Επανάσταση διαρκή, διαρκώς προδομένη μα ποτέ νεκρή.
Ποτέ νεκρή γιατί, παρά τις ιστορικές καρμανιόλες που η εξουσία τής στήνει, εκείνη επιμένει να κρυφανασαίνει σε πράξεις και σκέψεις λίγων κεφαλιών. Κεφαλιών αγύριστων, κεφαλιών που δεν αυτοκαθησυχάζονται βαφτίζοντας τη νύχτα μέρα και αρνούνται τη δικτατορία της πολιτικής ορθότητας του εφικτού και των μονόδρομων. Ποιος άνεμος, τάχα, τους φύσηξε στ’ αυτί και έχουνε τέτοια κεφαλή;
Αμα σε έχει το Θηρίο βασανίσει κι εσύ, εκτός από πληγές, μετράς δυνάμεις και φωνή και σθένος και ματιά στους ορίζοντες του μέλλοντος στραμμένη, τότε μπορεί να έχεις κερδίσει ελιξίριο νεότητας. Ο θνητός που συνάντησα τέτοιος είναι.
Στον νου σπινθηροβόλος, μιλάει για τον έρωτα με το Θείο των προ-καταναλωτών θνητών, για Ισπανούς αναρχικούς που τραγουδάνε στο κελί τους με τα δάχτυλα σπασμένα –μην ξαναπιάσουνε κιθάρα, σάμπως τη χρειάζονται-, για την εκδίκηση στον βασανιστή που λέγεται Γνώση και μελέτη και στοχασμός, για την πίστη του στις κοινότητες και τα φυσικά μέτρα και σταθμά που έχει ανάγκη ο βίος των ανθρώπων για να βιωθεί.
Ο θνητός που συνάντησα με τη μουρμουριστή φωνή και το κοφτερό βλέμμα σε κάθε του κουβέντα έσταζε λάδι δυόμισι χιλιάδων χρόνων: από ελιά της Αττικής φερμένο, όταν ακόμα ο ιδιώτης θεωρούνταν της πόλης παθογένεια.
Ερασιτεχνικό φεστιβάλ θεάτρου η αφορμή που γνώρισα τούτον τον θνητό. Ετρεξε εδώ στην εσχατιά της χώρας να το συνδράμει με την παρουσία του –πώς αλλιώς;- αφού όπως είπε… «Νικόλα, σε κάτι τέτοιες κινήσεις υπάρχει ο σπόρος ο καλός».
Οταν με είδε, σηκώθηκε να χαιρετήσει τη νέα γενιά όπως κάνουν άλλοι για να χαιρετήσουνε δεσπότες κι υπουργούς. Ζιζάνιο κι αριστεριστής για τους συνετούς συντρόφους της γραμμής, ανένταχτος ή οπορτουνιστής για τους ακόμα πιο ορθόδοξους, άγαρμπος κι αθυρόστομος για τους λογής σφιχτοκωλάριους και κόκκινος και τρομοκράτης για όσους κινούν τον Φάλαγγα, ο θνητός που γνώρισα είναι για τους ποιητές κάποιος που: βαδίζετε μαζί/ μα εκείνος κρύβει τόσο βαθιά τον Αλλο δρόμο/ ώστε με το πρώτο ψέμα που λες στον εαυτό σου/ εκείνος χάνεται στη στροφή.
Αξιώθηκα λοιπόν να κάτσω με τον ανέγγιχτο από Ανθρωποφύλακες θνητό, τον απόγονο του Περικλή του Αθηναίου, έναν ελεύθερο χτίστη μικρών ανθρώπινων θαυμάτων, έναν κουβαλητή αντοχής και πίστης και οράματος για έναν δικαιότερο και ομορφότερο κόσμο για όλους: τον Περικλή Κοροβέση. Κι αν σας το γράφω, είναι γιατί το αίμα μου έγινε πιο κόκκινο, τώρα στην αθιβολή του.
Dec 17, 2017 @ 23:17:25
Reblogged στις blog it.