του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Η πρωτοβουλία Μακρόν-Λεμέρ ενόψει Eurogroup για το «ισοζύγιο χρέους- ανάπτυξης» έχει αφετηρία την ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά τελικό στόχο μια ήπια μεταρρύθμιση στους κανόνες όλης της νομισματικής ένωσης
Ο καταιγισμός αλληλοαναιρούμενων ,αλλά και αλληλοσυμπληρούμενων σχεδίων για συμβιβασμό στο Eurogroup της Πέμπτης, παρότι όλα έχουν ως αφετηρία την ανάγκη πάση θυσία αποφυγής ενός «ελληνικού ατυχήματος» τον Ιούλιο, έχουν μάλλον περιπλέξει παρά ξεδιαλύνει τον γρίφο της δεύτερης αξιολόγησης.
Η πρόταση που κόμισε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπρούνο Λεμέρ στην Αθήνα, την επόμενη μέρα του εκλογικού θριάμβου του Μακρόν, εισάγει μια νέα παράμετρο στη συνάρτηση του ελληνικού χρέους, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο, προς το παρόν, να γίνει δεκτή από τη γερμανική ηγεσία.
Τα πρώτα μηνύματα από το Βερολίνο, μέσω δηλώσεων «ανωνύμων» αξιωματούχων της γερμανικής κυβέρνησης, είναι απορριπτικά και επικαλούνται το πάγιο γερμανικό επιχείρημα ότι συνιστούν έμμεση μείωση του ελληνικού χρέους. Βεβαίως, η γερμανική ηγεσία δεν άκουσε χθες πρώτη φορά, μέσω Αθήνας, τη γαλλική πρόταση. Διότι όπως ο ίδιος ο Γάλλος υπουργός αποκάλυψε, το τελευταίο δεκαήμερο είχε αλλεπάλληλες επαφές με Σόιμπλε, Λαγκάρντ και Ντάισελμπλουμ, ενώ ακόμη και χθες στο Βερολίνο υπήρχε ευκαιρία συζήτησης του ελληνικού ζητήματος από τους ίδιους, στο περιθώριο διάσκεψης του G20 για την Αφρική.
Οι δεσμεύσεις του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ, μέχρι στιγμής, δεν έχει δώσει ενδείξεις για το πώς υποδέχεται τη γαλλική πρόταση να συνδεθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος αντιστρόφως ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης, τη στιγμή που αυτός διαπιστώνεται επίσημα κι όχι βάσει προκαταβολικών και εξαιρετικά επισφαλών εκτιμήσεων για το τι θα συμβεί σε τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Επί της ουσίας, η γαλλική πρόταση για τη διαμόρφωση ενός «ήπιου-ευέλικτου» μηχανισμού που θα ενεργοποιεί περίπου αυτόματα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όταν η ανάπτυξη είναι χαμηλή – και θα τα καθιστά περιττά όταν είναι υψηλή-, βρίσκεται αρκετά κοντά στη φιλοσοφία του ΔΝΤ, που έχει μια απαισιόδοξη εκτίμηση για τον ρυθμό αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες.
Όμως, η ηγεσία του ΔΝΤ – και η Λαγκάρντ προσωπικά που θα παρευρίσκεται στη συνεδρίαση του Eurogroup την Πέμπτη, έχει ήδη σχεδόν δεσμευτεί έναντι του Βερολίνου για τη βολική «μη λύση» της συμμετοχής στο ελληνικό πρόγραμμα τώρα με μετάθεση της χρηματοδότησης μετά τη λήξη του προγράμματος. Πρακτικά, αυτός το deal μεταξύ ΔΝΤ και Βερολίνου σημαίνει δεν είναι μόνο τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος «ενδεχόμενα», όπως με κάθε ευκαιρία τονίζει το Eurogroup. «Ενδεχόμενη» καθίσταται και χορήγηση δανείου από το ΔΝΤ το 2018, αφού τότε το Ταμείο θα αξιολογήσει – στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους- σε τι αποτιμάται η τωρινή δέσμευση των Ευρωπαίων δανειστών. Και τότε, τίποτε δεν αποκλείει αυτή η «δέσμευση» να… ζυγισθεί, να μετρηθεί και να ευρεθεί ελλιπής.
Μηχανισμός ευελιξίας
Το λογικό και θεμιτό θα ήταν η κ. Λαγκάρντ την Πέμπτη να ρίξει το βάρος της υπέρ της γαλλικής πρότασης – και για λόγους «πατριωτικούς»-, αλλά θα είναι έκπληξη αν πράγματι το κάνει. Κι αυτό γιατί αφενός συμμερίζεται τα πολιτικά όρια της γερμανικής ηγεσίας στους τρεις μόλις μήνες πριν τις εκλογές που έχει μπροστά της και, αφετέρου γιατί αντιλαμβάνεται ότι η γαλλική πρόταση θέλει χώρο και χρόνο για να αναπτυχθεί. Διότι έχει αφορμή το ελληνικό χρέος, αλλά επ’ ουδενί εξαντλείται σ’ αυτό. Από τις δηλώσεις Λεμέρ στην Αθήνα και από τα συμφραζόμενά τους προκύπτει ότι ο «μηχανισμός ευελιξίας» που προτείνει η γαλλική κυβέρνηση να εισαχθεί στην τελική δήλωση του Eurogroup για το ελληνικό χρέος σχετίζεται με τον «μείζονα πολιτικό στόχο που έχει θέσει η κυβέρνηση Μακρόν», την ολοκλήρωση της Ευρωζώνης. Στο πεδίο αυτό έχουν ανοίξει πολλά κεφάλαια, όχι μόνο με τις προτάσεις της Κομισιόν για επιτάχυνση της οικονομικής και δημοσιονομικής ένωσης, αλλά και με την πρόταση Σόιμπλε για τη μετεξέλιξη του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο και ουσιαστικά διαχειριστή του χρέους της Ευρωζώνης. Η γερμανική ηγεσία θέλει ο ESM να συγκεντρώσει όλες τις υπερεξουσίες επιτήρησης της Ευρωζώνης, χωρίς όμως ν’ αλλάξουν οι «κανόνες» διαχείρισης του χρέους, όπως αποτυπώνονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στο Δημοσιονομικό Σύμφωνο, κατά τους οποίους αποκλειστικό εργαλείο σταθερής μείωσης του χρέους (κατά 1/20 ετησίως για το μέρος που υπερβαίνει το όριο 60% του ΑΕΠ) είναι η υποχρέωση παραγωγής αντίστοιχου πρωτογενούς πλεονάσματος, ανεξάρτητα από την επίπτωση που μπορεί να έχει αυτό στην ανάπτυξη.
Αδιανόητο για το Βερολίνο
Η γαλλική πρόταση, λοιπόν, βάζει στη συνάρτηση χρέος- πλεονάσματα ως τρίτο παράγοντα την ανάπτυξη κι αν ξεκινά πειραματικά από την Ελλάδα, έχει τελικό προορισμό- κατά τη γαλλική φιλοδοξία- όλη την Ευρωζώνη, ως μια πρώτη ήπια μεταρρύθμιση του Συμφώνου Στθερότητας και των παρελκομένων του. Αλλά, η υιοθέτησή της θα σήμαινε μια εναλλακτική μορφή της «απεχθούς»- κατά το Βερολίνο- αμοιβαιοποίησης του χρέους, με την ανάληψη του μέρους του που κάθε φορά τίθεται εν κινδύνω από τον ESM. Κι αυτό, φυσικά, είναι αδιανόητο για τη γερμανική ηγεσία, όταν μάλιστα γνωρίζει τα ιλιγγιώδη επίπεδα του ιταλικού ή του γαλλικού χρέους. Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που πιθανότατα δεν θα αποδεχθεί το προτεινόμενο για το ελληνικό χρέος συμβιβασμό.
Βεβαίως, πέραν της ελληνικής ιδιαιτερότητας, η νέα γαλλική ηγεσία ανοίγει μια συζήτηση για τη διαχείριση του χρέους της Ευρωζώνης που η γερμανική ηγεσία δεν μπορεί να αποφεύγει για πάντα. Πολύ περισσότερο που η ίδια έχει ήδη καταθέσει τη δική της ατζέντα για το θέμα. Μετά τις γερμανικές εκλογές, η μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης αποκτά επείγουσα προτεραιότητα. Και τότε οι «καινοτομίες» που προτείνει η κυβέρνηση Μακρόν θα βρουν περισσότερους πρόθυμους ακροατές μεταξύ των 19 της Ευρωζώνης.
Leave a Reply