Των Αυγουστίνου Ζενακου και Χρήστου Νάτση
H «βία» είναι ένα από τα θέματα που συναντά κανείς ιδιαίτερα συχνά στον δημόσιο λόγο της Ελλάδας της κρίσης. Αν εξετάσει κανείς την αρθρογραφία όλων των μεγάλων εφημερίδων και ιστοσελίδων -καθώς και άλλα προνομιακά σημεία εκφοράς, όπου διατυπώνονται επιδραστικές απόψεις, όπως σχολιασμούς σε δελτία ειδήσεων, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές- παρατηρεί ότι η «βία», την περίοδο της κρίσης, εμφανίζεται ως κομβική έννοια προκειμένου να συζητηθεί η κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας.
Αυτός ο δημόσιος λόγος περί βίας είναι σε μεγάλο βαθμό ομοιογενής, εμφανίζει, δηλαδή, κοινά χαρακτηριστικά ως προς το πώς περιγράφει τη βία: ως ενδιάθετη στην ελληνική κοινωνία, παθογένεια της Μεταπολίτευσης, εμπόδιο στον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο, εγγενή στην Αριστερά – εντέλει ως τον μεγάλο εχθρό της δυτικής Δημοκρατίας, η οποία αποτελεί τον στόχο που διαρκώς μας διαφεύγει.
Περιγράφουμε τον λόγο αυτόν περί βίας στο πλαίσιο ενός συνόλου στρατηγικών στον δημόσιο λόγο, οι οποίες υποστηρίζουμε πως αποτελούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα της Ελλάδας της κρίσης, καθότι παράγουν την πλέον ηγεμονική αφήγηση της τετραετίας 2010-2014, από την άποψη των προνομιακών σημείων εκφοράς της (δηλαδή το σύνολο των μεγάλων ΜΜΕ), της σχέσης που τη διακρίνει με τον λόγο της πολιτικής εξουσίας και της συνέργειας που εμφανίζει με εφαρμοσμένες πολιτικές.
Ονομάζουμε τις στρατηγικές αυτές συνολικά «λόγο του Ακραίου Κέντρου». Ως προς την επιλογή του όρου, χρησιμοποιούμε δύο αφετηριακές προσεγγίσεις: Η πρώτη είναι η διαπίστωση ότι οι ακραίες πολιτικές στην Ελλάδα της κρίσης –ακραίες με την έννοια της καταστρατήγησης θεμελιωδών αξιών και κανόνων του δημοκρατικού πολιτεύματος– εκπορεύτηκαν από τις δυνάμεις του λεγόμενου Κέντρου, την κεντροδεξιά και την κεντροαριστερά. Χαρακτηριστικά: αστυνομική βία και ατιμωρησία, άγρια καταστολή διαδηλώσεων, στρατόπεδα μεταναστών, επιχειρήσεις «σκούπα» εναντίον μεταναστών, αστέγων και τοξικομανών, διαπόμπευση οροθετικών, φυλακές Γ” τύπου, διείσδυση φασιστικών ιδεών στα σώματα ασφαλείας και κάλυψη της Χρυσής Αυγής, ευθείες παρεμβάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στη Δικαιοσύνη, καταστρατήγηση βασικών αρχών της δυτικής Δημοκρατίας.
Οι πολιτικές δυνάμεις αυτές προέρχονται από τον «εκσυγχρονισμό» και τον «μεσαίο χώρο» και τα βασικά χαρακτηριστικά του λόγου που τις περιβάλλει μπορούν να γενεαλογηθούν από τη θεωρία του «πολιτιστικού δυϊσμού», όπως διατυπώθηκε από τον Νικηφόρο Διαμαντούρο. Στα χρόνια της κρίσης, το δίπολο πρόοδος/υστέρηση ή εκσυγχρονισμός/οπισθοδρόμηση, προσλαμβάνει σωτηριολογικό περιεχόμενο και διατυπώνεται περισσότερο ως σωτηρία/όλεθρος. Το Ακραίο Κέντρο εμφανίζεται ως απόγονος του εκσυγχρονιστικού λόγου, συναρθρώνοντας τα αιτήματα της προόδου και της σωτηρίας απέναντι στην οπισθοδρομική, καταστροφική και «βίαιη» Αριστερά. Σε κάποια φάση, μετά την πτώση των δύο μεγάλων κομμάτων, θα το δούμε και ως την βασική πηγή νοηματοδότησης του αιτήματος «ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς», αυτού του ιδιότυπου τόπου του πολιτικού σκηνικού που διεκδικεί το στάτους μιας εξωτερικότητας ως προς τις διαδικασίες πολιτικού ελέγχου, μιας και διατείνεται πως εκπροσωπεί την ουδέποτε διαψευδόμενη κοινή λογική.
Η δεύτερη αφετηριακή προσέγγιση είναι η παρατήρηση ότι στο πεδίο του δημόσιου λόγου, η αφήγηση αυτών των πολιτικών δεν περιορίστηκε σε μια συντηρητική επίκληση της Έκτακτης Ανάγκης αλλά περιέλαβε τη χρήση του εννοιακού οπλοστασίου της «κεντρώας μετριοπάθειας» για να επανεγγράψει αυτές τις πολιτικές ως το διαρκές δημοκρατικό δέον. Ας πούμε, δηλαδή, ότι λόγος του Ακραίου Κέντρου δεν είναι αυτός που απλώς προσπαθεί να σε πείσει ότι η αστυνομική βία ή τα στρατόπεδα για μετανάστες είναι απαραίτητα (επειδή κινδυνεύει το Έθνος ή έστω επειδή σε μια στάθμιση ελευθεριών και δημοσίου συμφέροντος, η επείγουσα κατάσταση επιβάλλει να περιοριστούν κάποιες ελευθερίες). Λόγος του Ακραίου Κέντρου είναι αυτός που δεν βλέπει τα στρατόπεδα -κι αν τα βλέπει, τα ξεπερνά ανώδυνα- επειδή προσπαθεί να σε πείσει ότι η κατασταλτική πολιτική είναι φυσιολογικό και διαρκές στοιχείο μιας ευνομούμενης δυτικής Δημοκρατίας, όπου απλώς μερικές φορές τυγχάνει να παρατηρούνται και παρεκτροπές, παρεκτροπές που νοούνται ως προβληματικές τεχνικά και όχι επί της ουσίας.
Το ζήτημα της «βίας» σε καμία περίπτωση δεν είναι το μόνο όπου ο λόγος του Ακραίου Κέντρου παρεμβαίνει ενεργά κατά την περίοδο της κρίσης – το κάνει στο σύνολο των πτυχών της δημόσιας συζήτησης, από την οικονομία και την γεωπολιτική ως την ιστορία και τον πολιτισμό. Επικεντρωνόμαστε, όμως, στο ζήτημα της βίας, διότι η «καταδίκη της βίας από όπου κι αν προέρχεται» σχετίζεται με ορισμένα από τα σκοτεινότερα συμβάντα της περιόδου της κρίσης αλλά και προσφέρεται τόσο για την προσέγγιση και άλλων πτυχών -λ.χ. της ιστορίας- όσο και για την κατανόηση της λειτουργίας του ακραιοκεντρώου λόγου.
Ας δούμε κάποιες πλευρές της αντιμετώπισης του ζητήματος της βίας στον λόγο του Ακραίου Κέντρου:
Ο μηχανισμός της καταδίκης
Ο μηχανισμός της καταδίκης δεν περιλαμβάνει κυρίως μια καταδίκη αλλά μια απαίτηση για καταδίκη, την απαίτηση να καταδικάσει κάποιος άλλος. Το Ακραίο Κέντρο προτρέπει την Αριστερά να καταδικάσει ακριβώς επειδή το ίδιο δεν καταδικάζει. Το «δεν καταδικάζεις» είναι το μήνυμα που επιστρέφεται στον αποδέκτη του αντεστραμμένο: επειδή εγώ δεν καταδικάζω τίποτα από ό,τι αντιβαίνει στις αρχές μου συστηματικά και κατ΄ εξακολούθηση, βιάζομαι να σου απευθύνω πρώτος την αιχμή, βιάζομαι να σε μετατρέψω σε βδελυγματική μορφή αυτού που πραγματικά είμαι. Περισσότερο από το να εγκαλεί υποκείμενα, η στρατηγική αυτού του είδους της αρθρογραφίας είναι να εγκαλεί τον εχθρό ως αποκείμενο, σε μιαν απόπειρα να υποκειμενοποιήσει τον φορέα της ως κάτι καλύτερο από ιδανικό συνένοχο.
Μετανάστευση και ανθρώπινα δικαιώματα
Ο λόγος του Ακραίου Κέντρου προβαίνει σ” ένα εγχείρημα αν όχι ακριβώς συγκερασμού της απροσχημάτιστης μισαλλοδοξίας με μια υποτιθέμενη σταθερά «δημοκρατικότητας», πάντως σίγουρα αποκαθαρμένης ένταξης της θεμελιακής βίας κατά των προσφύγων και μεταναστών σ’ ένα πλαίσιο «δυτικού ορθού λόγου» και «ευρωπαϊκών προτύπων»: αντί να εντοπίζει τις ρίζες της βίας στις αντιφάσεις των πολιτικών συγκροτήσεων ή έστω να τις ερευνά στις επιλογές της εξουσίας, αποπειράται είτε να συγκαλύψει τη βία με περισπασμούς είτε να τη νομιμοποιήσει ως δήθεν αναπόφευκτο παράγωγο μιας πραγματιστικής δημοκρατικής πολιτικής. Σε γενικές γραμμές, η απουσία στα κείμενα του Ακραίου Κέντρου μιας κριτικής της βίας που υφίστανται οι πρόσφυγες και οι μετανάστες από τον κρατικό μηχανισμό είναι συγκλονιστική. Μιλώντας, μάλιστα, ειδικά για το 2010, η απουσία μιας κριτικής της βίας στο μεταναστευτικό έχει και μια ακόμη πιο νοσηρή πλευρά: το 2010 είναι η χρονιά-κλειδί για την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Μολοντούτο, ο ακραιοκεντρώος λόγος επικεντρώνεται σε δύο παράλληλες προσεγγίσεις: Στην ευθύνη της Αριστεράς για τις «ταραχές» που σχετίζονται με τη μετανάστευση· και στη «νομιμότητα» με την απολύτως διαχειριστική της έννοια. Στον ακραιοκεντρώο λόγο διαπλέκονται η ευθύνη της Αριστεράς, η νομιμότητα και ο φόβος εξ ανατολών: η Αριστερά, ανοίγοντας τον ασκό της ανευθυνότητας, αναβαθμίζει στην δημόσια σφαίρα ζητήματα επικίνδυνα, δεν λαμβάνει υπόψη της την ειδική γεωστρατηγική θέση της χώρας και στο όνομα κάποιων αφηρημένων διεκδικήσεων και μιας εγωιστικής επιμονής να επιβεβαιώσει τη θέση της, γίνεται ο Δούρειος Ίππος της αποδιάρθρωσης της ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Διαδηλώσεις και αγάπη για την πόλη
Το αφήγημα προτείνεται ως γραμμική και μονοσήμαντη εκτράχυνση της «βίας» από τον Δεκέμβρη 2008 στη Marfin, στους προπηλακισμούς και στα γιαουρτώματα πολιτικών, στους Αγανακτισμένους, στη Χρυσή Αυγή – πάντοτε με μία μόνο φορά, από τη συνοχή προς την εξασθένηση των θεσμών, από την τάξη προς το χάος. Στο πλαίσιο αυτού του αφηγήματος μια κοινωνίας που βυθίζεται σταθερά, ευθύγραμμα κι αδιάκοπα στη βία, καθώς εξακτινώνεται από τον λόγο που αναπτύσσεται γύρω από τον εμπρησμό της Marfin προς τους λόγους που αναπτύσσονται γύρω από διάφορες άλλες συγκρούσεις, εμφανίζονται πολλές από τις γνώριμες θεματικές του Ακραίου Κέντρου, οι οποίες τροφοδοτούν η μία την άλλη και όλες μαζί τον κυκλικό συλλογισμό που διαρκώς επανεισάγει, επανεγγράφει, επιβεβαιώνει, εδραιώνει και καθιστά κοινό τόπο την επιταγή συμμόρφωσης ως δημοκρατικό καθήκον και, ακόμη περισσότερο, ως αυτονόητο συστατικό πυρήνα του σύγχρονου, ορθολογικού πολιτικού υποκειμένου. Συναντούμε θεματικές όπως την «μιζέρια» και το «μίσος για την πόλη», για τον «κοινό χώρο» και την «κοινή ζωή» όπου ο καταστροφέας των «επεισοδίων» στις διαδηλώσεις δεν διαφοροποιείται από τον διαδηλωτή εν γένει και η σύμφυσή τους προβάλλει ως μια υπανάπτυκτη φυσιογνωμία, η οποία με τη σειρά της συνδυάζεται τόσο με την απόρριψη της αστικής εμπειρίας ως εμπορικής δραστηριότητας και ως αισθητικής απόλαυσης όσο και με το πολιτισμικό στερεότυπο του «τεμπέλη» και του «βολεμένου Έλληνα» που «δεν θέλει να αλλάξει τίποτε» και συνεπώς απορρίπτει την αστική εμπειρία και ως οικονομική λειτουργικότητα· ακόμη, τη βία ως εγγενή ποιότητα της Αριστεράς –συνεκδοχικά: της κοινωνικής διεκδίκησης–, που στερείται οποιασδήποτε διαφοροποίησης είτε οι φορείς της είναι «κουκουλοφόροι» είτε θεσμικοί εκπρόσωποι είτε αντιπολιτευόμενα κόμματα, φορείς που ωστόσο πάντοτε επιχαίρουν για τις καταστροφές λόγω της βίαιης φύσης τους· επίσης, το ατελέσφορο της βίας, από το οποίο συνάγεται η ματαιότητα της ίδιας της διαμαρτυρίας και συνεπώς το συμπέρασμα ότι όσοι επιδιώκουν τη βία, το κάνουν επειδή επιθυμούν τη βία καθαυτή· και, ταυτόχρονα, το οριστικό άδικο της βίας, το οποίο προβάλλεται πίσω στο περιεχόμενο της διαμαρτυρίας, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως η διαμαρτυρία είναι άδικη κι έτσι δεν μπορεί να καταλήξει κανείς παρά στο ότι μια διαμαρτυρία δίχως δίκαιο είναι αντιδημοκρατική· τέλος –ολοκληρώνεται ο κυκλικός συλλογισμός–, την ανάγκη αντίδρασης της «δημοκρατίας» μέσω του κράτους, διότι, αφού η διαμαρτυρία είναι αντιδημοκρατική, το κράτος οφείλει να ασκήσει εκείνο βία για να προστατεύσει την δημοκρατική κοινωνία – η οποία συνεπώς είναι μόνο, πάντοτε και εκ των προτέρων έξω από κάθε διεκδίκηση.
Αστυνομική βία και «τρομοκρατία»
Πέραν από τις ευθείες απολογίες υπέρ αστυνομίας, όπου τα περιστατικά βίας, όταν αναγνωρίζονται, εξοβελίζονται στην επικράτεια του «μεμονωμένου», και την πάγια διολίσθηση στην επίκληση του θετικού νόμου, όπου το δίλημμα διαμορφώνεται ως «είτε αστυνομία και νομιμότητα είτε αμφισβήτηση της αστυνομίας και χάος», ο ακραιοκεντρώος λόγος συμμετέχει ενεργά στο οικοδόμημα της απειλής της «νέας τρομοκρατίας». Ως ο κατ’ εξοχήν αμφισβητίας της πολιτικής τάξης, ο «τρομοκράτης» θα αποτελέσει στη ρητορική του Ακραίου Κέντρου την άμεση συνέχεια, ως φυσική προέκταση, κάθε μορφής διαμαρτυρίας. Ο συλλογισμός που αναπτύσσεται εδώ θα εξοβελίσει από το πεδίο του πολιτικού διαλόγου στην εξωτερικότητα του πολιτικού εξτρεμισμού οποιαδήποτε στάση αφίσταται της συναινετικής αποδοχής των κυβερνητικών αποφάσεων στην περίοδο της κρίσης.
H «ελληνική ιδιομορφία»
Η «ελληνική ιδιομορφία» είναι η εννοιακή κατηγορία όπου συναρθρώνονται όλα τα επιμέρους σχήματα της «καταδίκης της βίας». Ο άξονας γύρω από τον οποίο συγκλίνει ο λόγος του Ακραίου Κέντρου και παράγει το αφήγημα εκείνο που έρχεται για να διορθώσει τα κακώς κείμενα και να επαναφέρει στον ορθό δρόμο της κοινής λογικής. Η «ελληνική ιδιομορφία» διαμορφώνεται μέσα από μια ιστορική γενεαλογία της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Η γενεαλογία αυτή έχει τον χαρακτήρα ενός διπόλου ανάμεσα σε έναν θετικό πόλο δυνάμεων που βλέπουν προς την Ευρώπη και έναν αρνητικό πόλο οπισθοδρόμησης, που αντλεί την καταγωγή του από κοινοτιστικές πρακτικές και αντιστρατεύεται τον εκσυγχρονισμό, ο οποίος νοείται ουδέτερα ως διαδικασία κοινωνικής διαφοροποίησης. Στο πλαίσιο της «ελληνικής ιδιομορφίας», η βία φυσικοποιείται και κανονικοποιείται. Δεν προκύπτει ως αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών, δεν είναι το παράγωγο μιας κοινωνικής μορφής οργάνωσης που δημιουργεί ανισότητες ισχύος, αλλά αποτελεί μία σταθερά ασχέτως διαφορετικών συνθηκών. Η σταθερά δε αυτή είναι ψυχολογικής φύσης: μικρές ομάδες με τάσεις καταστροφής. Προϋποτίθεται αξιωματικά ο «κακός» χαρακτήρας αυτής της καταστροφικής έκρηξης, που θα πρέπει να καταστέλλεται. Η ελληνική ιδιομορφία έγκειται στην διαχείριση της ενδιάθετης βίας του κοινωνικού: την ανεχόμαστε, την έχουμε νομιμοποιήσει, δεν της έχουμε απαντήσει. Το γεγονός ότι η απάντηση που περιμένει και ζητεί το Ακραίο Κέντρο είναι μια βία-αντίδραση πολύ σκληρότερη από την βία-ψυχολογία, αποκρύπτεται κάτω από τη ρητορική της μοναδικότητας: παντού αλλού αυτό γίνεται.
Καταληκτικά, έχει σημασία να πούμε πως, παρά το γεγονός ότι ο ακραιοκεντρώος λόγος υποστηρίζει, αιτιολογεί ή συγκαλύπτει πολιτικές που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, δεν αποτελεί ο ίδιος ένα πρόγραμμα εξουσίας ούτε εκπορεύεται ευθέως ως λόγος της διακυβέρνησης. Είναι πιο ακριβές να τον δούμε ως ένα σύνολο στρατηγικών, τεχνικών μάλλον, που άλλοτε προοιονίζονται, άλλοτε συνομιλούν με κι άλλοτε αφηγούνται το πρόγραμμα της διακυβέρνησης – έχουν όμως μια αυτοτέλεια, ένα δικό τους περιεχόμενο, το οποίο υπερβαίνει τη σχέση με τη συγκεκριμένη διακυβέρνηση της κρίσης και επενδύει σε έναν ευρύτερο μετασχηματισμό του ίδιου του τρόπου διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης, μια εντέλει αυτόνομη τεχνολογία της δημοσιότητας.
Όταν λοιπόν εξετάζει κανείς την πραγματικά μεγάλη παραγωγή κειμένων που περιλαμβάνουν το μοτίβο της «καταδίκης της βίας», αρχίζει να αντιλαμβάνεται πως υπάρχουν τουλάχιστον δυο επίπεδα σ’ αυτήν την απόπειρα ελέγχου της έννοιας. Από τη μία, η όλη προσπάθεια πατάει στέρεα στο έδαφος του επικαιρικού, πραγματιστικού πολιτικού παιχνιδιού. Από την άλλη, το μοτίβο αυτό της «καταδίκης της βίας», παρά την αδιαμφισβήτη χρησιμότητά του στο πλαίσιο της συγκυριακής πολιτικής σύγκρουσης, λειτουργεί και μ’ έναν άλλο τρόπο: αντί να στρέφεται ειδικά και μόνον κατά του πρόσκαιρου αντιπάλου, επενδύει στο μέλλον, οικοδομεί έναν λόγο ζωτικό για την εξουσία, δίχως να δεσμεύεται υπερβολικά από τη συγκυρία. Έχουμε εδώ μια προσπάθεια ελέγχου της έννοιας της βίας με ορίζοντα πολύ ευρύτερο: αυτόν της ίδιας της αυτοαφήγησης της δυτικής δημοκρατίας και της τρέχουσας παγκόσμιας μοίρας της – εξ ου και η κρίσιμη ιδέα της «ελληνικής ιδιομορφίας»: η εικόνα της γενικευμένης βίας, δηλαδή, πρέπει να αποτελεί μια τοπική παρέκκλιση, διότι ο υπερτοπικός κανόνας είναι η καταδίκη της βίας και η συναίνεση. Από την άποψη αυτή, η ελληνική κρίση δεν είναι παρά ένα μικρό πεδίο σε μια πολύ ευρύτερη διεργασία και η παρέμβαση του Ακραίου Κέντρου, εκτός από το να χρησιμεύει στην συγκυριακή πολιτική μάχη, απηχεί και συμμετέχει στη μεταδημοκρατική μετάλλαξη της δυτικής δημοκρατίας εν γένει.
Συνοπτικά, ο λόγος του Ακραίου Κέντρου είναι ένας μετασχηματιστικός λόγος: δεν αμύνεται, επιτίθεται· δεν υπερασπίζεται, επανορίζει.
Γι” αυτό και οφείλει να ρωτήσει κανείς σε ποιον βαθμό έχει επανοριστεί η Αριστερά, στην πορεία προς την εξουσία και πλέον κατά την άσκηση της διακυβέρνησης, μέσω της ηγεμονίας του ακραιοκεντρώου λόγου. Επειδή το θέμα είναι ευρύ, ας αρκεστούμε εδώ να πούμε σε σχέση με το ζήτημα της βίας ότι αυτή τη στιγμή η κυβερνώσα Αριστερά μοιάζει να απεμπολεί εύκολα ένα λόγο που διακρίνει επίπεδα στη βία, την αποουσιολογικοποιεί και της δίνει το αρμόζον κάθε φορά περιεχόμενο: αφενός αποκρύπτει την ιστορική σχέση της με τη χειραφετητική βία και την ιστορική προβληματοποίηση της βίας ανάμεσα στην εξεγερσιακή/επαναστατική, την πολιτική/ατομική και την ποινική, αφετέρου αρνείται θεμελιωδώς πια το χειραφετητικό στοιχείο στη βία, την παραγωγικότητά της, και αρκείται σε μια πρόταση εναλλακτικής διαχείρισης της απορριπτέας βίας, όπου η διαφωνία της περισσότερο έχει στόχο τον αυταρχισμό μιας ακραιοκεντρώας ερμηνείας παρά το περιεχόμενό της ως περιγραφή μιας ουσιωδώς «κακής βίας».
Leave a Reply