
Cerro Largo (La Aguada) 1918, José Cuneo Perinetti
Της Αρχοντίας Κάτσουρα
Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Τα αυτιά τους χάιδευαν οι ήχοι του ποταμιού, σε μια μάλλον ορεινή κοιλάδα, ενώ στο βάθος τα πετρώδη βουνά, χιονισμένα στην κορυφή, έφτιαχναν ένα V. Η ψηλή βλάστηση ήταν μάλλον αραιή, αλλά στο βάθος φαίνονταν συστάδες από δέντρα. Εμοιαζαν με πεύκα από μακριά, αλλά δεν ήταν σίγουροι. Πυκνό και ολοζώντανο γρασίδι κάλυπτε το έδαφος και μερικοί τουρίστες είχαν ξαπλώσει τεμπέλικα πάνω του για να απολαύσουν τον ήλιο.
Η παρέα έπιασε ένα παγκάκι. Aρχισαν να βγάζουν φωτογραφίες. Στην αρχή δικές τους, με φόντο το ποτάμι, τα βουνά. Μετά οι φωτογραφίες είχαν θέμα τη φύση, μόνη της. Τα πεύκα, το ποτάμι, τους κυματισμούς που έσκαγαν στις όχθες πριν συνεχίσουν τη μακρινή πορεία προς τη θάλασσα. Πόση ομορφιά…
Κάποιος είπε: «Φανταστείτε τα βουνά να ήταν τόσο κοντά το ένα με το άλλο, ώστε εμείς να μπορούσαμε να φτιάξουμε μια ανθρώπινη αντεστραμμένη πυραμίδα και να τα ενώσουμε». «Θα μπορούσαμε να έχουμε βάλει πάνω στα σώματά μας και κλαδιά δέντρων, ώστε από μακριά να μοιάζουμε με ένα πράσινο δίχτυ, που να ρίχνει σκιά στην κοιλάδα» συμπλήρωσε ένας άλλος.
Συγκατένευσαν όλοι. Ενα από τα κορίτσια της παρέας είπε: «Θα μου άρεσε να μπορώ να αγγίξω το χιόνι. Νομίζω πως έχει πολλή ζέστη τώρα, εδώ, και θα διάλεγα μια θέση ψηλά, εκεί στην κορυφή», και έδειξε στο βάθος.
«Είσαστε Ελληνες;» ρώτησε με κάπως περίεργη και λίγο βαριά προφορά μια όμορφη μεσήλικη κυρία που καθόταν κοντά τους. «Κάνετε διακοπές στην Ουρουγουάη;». Την κοίταξαν χαμογελώντας. «Ναι. Είναι το πρώτο μας ταξίδι στη Λατινική Αμερική» απάντησε ένα αγόρι. «Κι εσείς μιλάτε ελληνικά…». Η κυρία χαμογέλασε διστακτικά. «Εχω μητέρα Ελληνίδα».
«Θαυμάζουμε την ομορφιά των βουνών σας», είπε το κορίτσι, «θα θέλαμε να αγγίξουμε το χιόνι». Η κυρία γέλασε. «Εδώ τον Αύγουστο είναι χειμώνας. Θα κρυώνατε πολύ αν βρισκόσασταν στην κορυφή».
Κουβέντιασαν λίγο και έπειτα συνέχισαν τη βόλτα τους. Τα κορίτσια έβγαλαν τις κάλτσες και τα παπούτσια τους για να νιώσουν στις πατούσες τους τη δροσιά από το γρασίδι. Τα αγόρια, καθώς κοίταξαν ψηλά στον ουρανό και θαύμασαν το φωτεινό γαλάζιο, θυμήθηκαν την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Ουρουγουάης. «La Celeste, ουράνια γαλάζια, τη λένε οι φίλαθλοί της» είπαν. Οι κοπέλες τούς κορόιδεψαν: «Βρισκόμαστε στον παράδεισο και σεις σκέφτεστε το ποδόσφαιρο». «Κάποιες φορές είναι ουράνιο και αυτό», τους απάντησαν.
Μετά περπάτησαν, περπάτησαν πολύ, μέσα από άδειους γκρίζους δρόμους, ώσπου βρέθηκαν στη θάλασσα. Είχαν πετάξει τα πανωφόρια και φορούσαν καλοκαιρινά ρούχα. Δεν υπήρχε κόσμος στην παραλία, αλλά είχε ζέστη και το νερό άστραφτε κάτω από τον ήλιο. Ανθεκτικά φυτά ξεπετάγονταν από τις αμμοθίνες, ένα καλύβι από ξύλα και λαμαρίνες, ανεμοδαρμένο και φαγωμένο από το αλάτι, στεκόταν μόνο του.
«Θα βουτήξω αμέσως» είπε ένα από τα παιδιά, που έτρεξε να βάλει τα πόδια του στο νερό. «Οι πατούσες μου καίνε από το περπάτημα». «Περίμενέ μας και μας» φώναξαν οι υπόλοιποι και πέταξαν τα πράγματά τους κάτω.
Βούτηξαν στη θάλασσα με το κεφάλι, αφήνοντας το νερό να παρασύρει κούραση, σκέψεις, ζέστη και βάρη. Η δροσιά έφτασε ώς τα κόκαλα. Οταν ξάπλωσαν στην άμμο, ήταν τόσο κουρασμένοι όσο ποτέ, αλλά γαλήνιοι σαν μωρά. Δεν μιλούσαν πια. Πώς να περιγράψεις την ευτυχία;
Το κορίτσι που ήθελε να αγγίξει το χιόνι, άνοιξε τα μάτια του λουσμένο στον ιδρώτα. Γύρω της επικρατούσε σκοτάδι. Αναψε το φωτιστικό πλάι της και έβαλε το θερμόμετρο: 36,1. «Ο πυρετός έπεσε» σκέφτηκε και ήπιε δυο γουλιές νερό. Επιασε και το μέτωπό της. Ηταν δροσερό.
«Για σκέψου, Ουρουγουάη. Δεν την είχα σκεφτεί ποτέ ως προορισμό» είπε. Αλλαξε τις πιτζάμες της και ξάπλωσε πάλι. Σκεπάστηκε καλά. Ενιωθε εξαντλημένη, το σώμα της πονούσε. Σκέφτηκε πόσο ωραία θα ήταν να βρίσκεται στη θάλασσα. Οι σκέψεις όμως δεν κράτησαν πολύ. Σύντομα είχε αποκοιμηθεί πάλι.
Leave a Reply