
Φράνσις Μπέικον, από το τρίτπτυχο “Σταύρωση”, 1965
του Κωστή Αχνιώτη
Κύπρος: Σαράντα χρόνια από τον Ιούλιο του 1974
Την περασμένη Τρίτη το απόγευμα πήγα σε μια εκκλησιαστική σύναξη των κατοίκων ενός κατεχόμενου χωριού, του Δικώμου, στην επαρχία Κερύνειας. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για μια σύναξη των αριστερών του χωριού, στους οποίους μίλησε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Δημήτρης Χριστόφιας, που κατάγεται από το Δίκωμο. Φυσικά αρκετός κόσμος εντυπωσιάζεται από το ότι αυτές οι συνάξεις γίνονται σε εκκλησίες και οι ομιλίες μετά από λειτουργίες, το αναφέρω όμως, γιατί βρήκαμε ήδη ένα σημείο της ελληνοκυπριακής πολιτικής συμπεριφοράς που δεν άλλαξε από το 1974 (και από πολύ πιο πριν).
Στην αυλή της εκκλησίας, όπου στεκόταν αρκετός κόσμος, έλαχε να παρακολουθήσω μια συζήτηση, όπου κάποια άτομα αναπολούσαν μνήμες. Μεταξύ άλλων, τη σύλληψη αριστερών του χωριού από Εοκαβητατζήδες συγχωριανούς τους κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος. Ένας εξ αυτών διαμαρτυρόταν που ο Μακάριος είχε δώσει τότε «κλάδο ελαίας» και αναλογιζόταν αν θα μπορούσε ο καθένας να καταγγείλει, έστω και τώρα, τον κάθε πραξικοπηματία που τον έβλαψε. Αυτό που είναι μέχρι σήμερα παράνομο, είπε κάποιος άλλος, είναι να καταγγείλεις τον «κλάδο ελαίας» του Μακαρίου, πολιτική που έγινε δεκτή από όλες τις κομματικές ηγεσίες τότε.
Το 1974 σημάδεψε ανεξίτηλα κάθε Κύπριο. Για να είμαστε όμως πιο σωστοί, οι Τουρκοκύπριοι δεν μετρούν από το 1974, αλλά από το 1964, χρονιά κατά την οποία άρχισαν οι δικοινοτικές ταραχές και ο εγκλωβισμός των Τουρκοκυπρίων στους θύλακες. Η εθνικιστική πλευρά της κάθε κοινότητας προσπαθεί να σχετικοποιήσει το ’64 ή το ’74, αναλόγως.
Στην περίπτωση μου, στην ηλικία των 22 ετών, η πολιτική «ανακάλυψη» που έκανα αφορούσε τη συνεργασία του ΑΚΕΛ με τον τότε Αρχιεπίσκοπο και Πρόεδρο Μακάριο. Ήταν μια συμμαχία που παρουσιαζόταν –και έμοιαζε– ως «ατσάλινη ασπίδα» έναντι οποιουδήποτε πραξικοπήματος, το οποίο άλλωστε αναμενόταν (είχαν γίνει και προηγούμενες απόπειρες). Αυτή όμως η «ανακάλυψη» έμεινε θέμα περιθωριακό και το ΑΚΕΛ συνέχισε να συνεργάζεται με τη λεγόμενη πατριωτική Δεξιά, αναμένοντας την επίλυση του Κυπριακού και την ωρίμανση του καπιταλισμού, τα οποία δυστυχώς σάπισαν και τα δύο, βυθίζοντας τον κυπριακό λαό στη μνημονιακή απόγνωση και στο πολιτικό αδιέξοδο.
Το 1974 είχε μετακινηθεί περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού. Θα ανέμενε κάποιος ότι, μέσα από μια τέτοια κοσμοχαλασιά θα είχαμε και κάποιες κοινωνικές ανακατατάξεις, όπως για παράδειγμα τη διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας ή μέρους της. Δυστυχώς, οι εργαζόμενοι οδηγήθηκαν στην αποδοχή συμβολικών μισθών, οι εκτοπισμένοι έμειναν για αρκετό καιρό σε αντίσκηνα μέχρι να τους εγκαταστήσουν σε φτηνούς και πρόχειρους οικισμούς και μερικά χρόνια μετά παρουσιάστηκε το λεγόμενο «οικονομικό θαύμα», αποτέλεσμα δήθεν της εργατικότητας των εργαζομένων και της επιχειρηματικότητας των επιχειρηματιών. Τελικά, το «οικονομικό θαύμα» έπεσε βορά του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Μια δεύτερη πολιτική θέση που γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά το 1974 από τη Νεολαία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και τον εξωκοινοβουλευτικό αριστερό χώρο ήταν ο κοινός αγώνας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων για την απελευθέρωση της Κύπρου και την ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας. Η θέση αυτή, με διάφορες παραλλαγές, έγινε δεκτή και από τα κόμματα που θέλουν λύση. Στη βάση της αντίληψης αυτής βρισκόταν το γεγονός ότι το αίτημα της ένωσης συσπείρωνε μεν τους ΕΚ αλλά και τους ΤΚ, στην προοπτική της διχοτόμησης («ταξίμ»). Στον βαθμό επομένως που στόχος ήταν η ανεξαρτησία, έπρεπε το υποκείμενο του αγώνα να είναι και οι δύο μεγάλες κοινότητες του νησιού, καθώς και όλες οι μικρότερες. Παρόλο που τότε η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν αναφερόταν στην ομοσπονδία και προσανατολιζόταν προς ένα μακρόχρονο αγώνα «παλαιστινιακού» περισσότερο στυλ, έγινε σιγά σιγά αντιληπτό ότι η ομοσπονδία είναι ένα σύστημα που μπορεί να προστατέψει τη μια κοινότητα από την άλλη και να τις κάνει υπεύθυνες στη διεκδίκηση του ομοσπονδιακού κράτους.
Μέχρι το 1990 περίπου, η κάθε κοινότητα έμενε χωμένη στο καβούκι της. Με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και τις επαφές μεταξύ ΕΚ και ΤΚ άρχισαν οι ΕΚ, όχι βέβαια όλοι, να αντιλαμβάνονται ότι και η ελληνοκυπριακή πλευρά είχε στο λογαριασμό της μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Όπως είχε και την ευθύνη του εγκλωβισμού του 18% του πληθυσμού σε θύλακες του 3%. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ΤΚ δεν είχαν τις δικές τους ευθύνες, άρχισαν και οι ΕΚ να μην βλέπουν απλώς τον εαυτό τους ως ένα θύμα του «άλλου», αλλά να αναγνωρίζουν ότι κάποιες στιγμές συμπεριφέρονταν και ως θύτες.
Προσωπικά, δέχτηκα το σοκ της ζωής μου όταν, απροειδοποίητα, βρέθηκα σε ένα κοιμητήριο με γραμμένα πάνω στην ταφόπλακα τα ονόματα των σκοτωμένων Τουρκοκυπρίων, γυναικών και παιδιών, από ενός μηνός μέχρι ογδόντα χρονών. Οι άντρες των χωριών Σανταλάρι, Αλόα και Μαράθα είχαν συλληφθεί και μεταφερθεί σε στρατόπεδα από ΕΚ. Είναι δύσκολο να πει κανείς αν είναι τυχεροί που επέζησαν ή άτυχοι. Ένας εξ αυτών, μια ηρωική φιγούρα, ίδρυσε, μαζί με άλλους Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους που έχασαν δικούς τους, ένα δικοινοτικό σύνδεσμο που ψάχνει αγνοουμένους και διερευνά την τύχη τους. Παράλληλα, μάχονται και για τη λύση του Κυπριακού.
Ένα ερώτημα που πλανιέται ήδη από τον καιρό του πραξικοπήματος είναι το γιατί έγινε: οι πραξικοπηματίες το θεωρούσαν εσωτερική υπόθεση και οι Ελληνοκύπριοι ως επέμβαση μιας χούντας, η οποία δεν εκπροσωπούσε ουσιαστικά το ελληνικό κράτος. Βέβαια, είναι γνωστό πλέον ότι σχέδιο επέμβασης εναντίον του Μακαρίου είχε ετοιμαστεί και από πολιτική κυβέρνηση, πριν τη χούντα. Το άνοιγμα του φακέλου της Κύπρου στην Ελλάδα θα μπορούσε να φέρει στη δημοσιότητα κρίκους που λείπουν, για τους οποίους φαίνεται ότι γίνεται συνειδητή προσπάθεια απόκρυψης.
O Κωστής Αχνιώτης είναι Ελληνοκύπριος εκπαιδευτικός, μέλος της Γραμματείας της Δικοινοτικής Ριζοσπαστικής Αριστερής Συνεργασίας
Leave a Reply