cf83cf85ceb3ceb3cf81cebfcf8d-2

Του Θεόφιλου Τραμπούλη

Όταν το 1991, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών άνοιγε τις πύλες του μετά από μια εικοσαετία αναθέσεων, αναβολών και υπερβάσεων, συνόψιζε στην αρχιτεκτονική του τον τρόπο με τον οποίον η κάπως επαρχιακή εγχώρια θεσμική κουλτούρα αντιλαμβανόταν τις προδιαγραφές και τους όρους του υψηλού. Το μάρμαρο και η μοντερνιστική μεταγραφή της κλασικής αρχαίας δομής συνέθεταν ένα ιδανικό τέμενος για τη λατρευτική και στείρα αμηχανία μπροστά στη λόγια μουσική. Η χωροθέτησή του, αντίστοιχα, όριζε την γεωγραφία αυτού του υψηλού: στη Βασιλίσσης Σοφίας, ανάμεσα στην Αμερικανική Πρεσβεία και το Χίλτον, ήταν σαν να ολοκλήρωνε όχι μόνον μια μνημειακή τριλογία ανάλογη της τριλογίας της Πανεπιστημίου, αλλά και τη μεταπολεμική σύλληψη της πόλης, τους δρόμους, τα κτίρια και τον πολιτισμό που είχαν αναδυθεί από το Σχέδιο Μάρσαλ και οδηγούσαν κεντρομόλα στα Ανάκτορα και την Πλατεία Συντάγματος. Αν το Μέγαρο είναι το τελευταίο μεταπολεμικό κτίριο, δέκα χρόνια αργότερα, το νέο Μουσείο Μπενάκη, που εγκαινιάστηκε το 2003, ήταν το κατεξοχήν κτίριο της ακυρωμένης αισιοδοξίας του εκσυγχρονισμού, στη μέση της οδού Πειραιώς, εκεί που παλιά εκτεινόταν η βιομηχανική και βιοτεχνική ζώνη της πόλης, εγκαταλελειμμένη πια καθώς η οικονομία μεταλλασσόταν. Το εσωστρεφές κέλυφος φιλοδοξούσε να λειτουργήσει ως τοπόσημο στο κέντρο ενός καινούργιου δημόσιου χώρου στον οποίον η διασκέδαση και ο πολιτισμός για όλους θα ήταν συμπληρωματικά μεγέθη μιας σταθερής οικονομίας. Αναπόφευκτα, η οικονομία αυτή κατέρρευσε, οι δρόμοι γύρω από την Πειραιώς είναι ακόμη σκοτεινοί, γεμάτοι με εγκαταλειμμένες αποθήκες, και το μορφολογικό πρότυπο του Μουσείου Μπενάκη αναδιπλασιάστηκε στην πραγματικότητα από τα νυκτερινά κέντρα λίγο παρακάτω στον ίδιο δρόμο.

Σήμερα, ένας καινούργιος άξονας, η λεωφόρος Συγγρού, φαίνεται να είναι η κεντρική πολιτιστική αρτηρία της πόλης. Στην άκρη της προς τη θάλασσα κατασκευάζεται το σύμπλεγμα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, της Λυρικής Σκηνής και του περιβάλλοντος χώρου τους, η μεγαλεπήβολη δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχου σε σχέδια του Ρέντσο Πιάνο· πιο κοντά στην Αθήνα βρίσκεται το κτίριο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση· και σχεδόν στην αρχή της, στο παλιό εργοστάσιο του Φιξ, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης το οποίο ακόμη δεν έχει εγκαινιαστεί και συνεργάζεται στρατηγικά, με προγράμματα χρηματοδοτούμενων επιμελειών και εκθέσεων, με το Ίδρυμα ΝΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Τι σημαίνει η διάρθρωση αυτή για την κεντρική θέση που σταδιακά αναλαμβάνουν τα ιδρύματα στην πολιτιστική ζωή της πόλης; Τι σημαίνει για τον μηχανισμό και τους όρους ένταξης της πολιτιστικής δραστηριότητάς τους στις νέες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται την τελευταία πενταετία; Τι σημαίνει τέλος για την ίδια την πόλη και τον δημόσιο χώρο της; Σε αντίθεση με την μεγαλοαστική αίγλη της Βασιλίσσης Σοφίας και τον επανοικειοποιημένο χαρακτήρα θεματικού πάρκου της Πειραιώς, η Συγγρού είναι ένας κόμβος ταχείας κυκλοφορίας, ένας μη τόπος, όπως έλεγαν παλαιότερα οι ανθρωπολόγοι, που κόβει την πόλη στα δύο και οδηγεί στο θαλάσσιο μέτωπό της. Οι καινούργιες πολιτιστικές δραστηριότητες και τα κελύφη τους δεν εντάσσονται απλώς σε ένα αναξιοποίητο ακόμη τμήμα του αστικού ιστού· προοικονομούν τις αλλαγές που έρχονται, και ορίζουν το πολιτιστικό περιβάλλον που θα τους δώσει την συμβολική τους αξία και το πολιτικό τους περιεχόμενο.

Πρόκειται εξάλλου για μια εποχή κατά την οποία αλλάζει η μηχανική των εξαρτήσεων και οι ισορροπίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Αν το Μέγαρο Μουσικής ή το Μουσείο Μπενάκη εξασφάλιζαν τη λειτουργία τους εν πολλοίς χάρη στη στήριξη του ελληνικού δημοσίου, με το πρώτο να έχει πλέον εναποθέσει την ύπαρξή του στο ελληνικό κράτος, το οποίο ανέλαβε να πληρώσει παλαιότερα δάνειά του στα οποία είχε υπάρξει εγγυητής και το δεύτερο να συρρικνώνει τη δραστηριότητά του ελλείψει πόρων (μείωση των ημερών και των ωρών λειτουργίας, μείωση προσωπικού κτλ.), οι νέοι παίκτες του πολιτισμού αναλαμβάνουν με γενναιοδωρία πολλές από τις λειτουργίες που μέχρι τώρα ανήκαν στην αρμοδιότητα του κράτους ή της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έτσι, παράλληλα με τις 300.000 ευρώ ετησίως που προσέφερε το ΝΕΟΝ, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης δέχτηκε άλλη μια γενναιόδωρη προσφορά τριών εκατομμυρίων ευρώ, από το Ίδρυμα Νιάρχου αυτήν τη φορά, «φιλί ζωής», σύμφωνα με τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, το οποίο θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στο κόστος της οριστικής μετεγκατάσής του στο κτίριο της Συγγρού. Και δεν είναι μόνο αυτό: σε συνέντευξή του στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη, ο πρύτανης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Γιώργος Χαρβαλιάς εκθέτει την απελπιστική κατάσταση στη οποία έχει περιέλθει η σχολή λόγω της υποχρηματοδότησης και της έλλειψης προσωπικού. Κι εδώ πάλι τα ιδρύματα έρχονται να παίξουν το ρόλο του αποσυρμένου κράτους. Ο μεν Δ. Δασκαλόπουλος χρηματοδοτεί ένα από τα 14 εργαστήρια της σχολής, ενώ το Ίδρυμα Νιάρχου φαίνεται πως ανταποκρίθηκε στο αίτημά της να χρηματοδοτήσει τη μεταστέγαση της Βιβλιοθήκης, που θα λειτουργήσει ως θεματική παράλληλα με την Εθνική Βιβλιοθήκη.

Σε αυτό το περιβάλλον, η χωροθέτηση κατά μήκος της Συγγρού συνδυάζεται με μια κοινή πολιτική των τριών ιδρυμάτων η οποία αρθρώνεται σε δύο επίπεδα.

Από τη μία, σε επίπεδο περιεχομένου και μορφών. Τόσο η Στέγη όσο και το ΝΕΟΝ έχουν ένα ενημερωμένο πρόγραμμα με καλλιτέχνες και έργα πολύ συχνά αιχμής, εκείνα τέλος πάντων που στους διεθνείς εκθεσιακούς και παραστασιακούς χώρους αποτελούν πόλο έλξης ενός διευρυμένου και πεπαιδευμένου κοινού. Η Στέγη μάλιστα την τελευταία διετία, μετά τη σταδιακή υποχώρηση του Εθνικού Θεάτρου στη δυσανεξία της ηθογραφίας, αξιοποιεί σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό που έμεινε ανενεργό στη μετά τον Χουβαρδά εποχή. Το ΝΕΟΝ, παράλληλα, εκτός από τα εκπαιδευτικά του προγράμματα και τη στρατηγική συνεργασία του με το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, φαίνεται να είναι ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες φορείς χρηματοδότησης των κατά τα άλλα μάλλον σαστισμένου πλέον μικρόκοσμου των εικαστικών, επιμελητών, θεωρητικών, κριτικών και καλλιτεχνών. Το πεδίο της σύγχρονης τέχνης και του σύγχρονου θεάτρου, το οποίο μόλις την μόλις την τελευταία δεκαετία απέκτησε κάποιου είδους αυτονομία και συστηματική δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, είναι το πρώτο που έζησε τις συνέπειες της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής αναδίπλωσης και στροφής προς τη συντήρηση. Τα μεγάλα ιδρύματα με την οικονομική τους αυτάρκεια και τη δυνατότητα επίκλησης, αν όχι προσδιορισμού, του σύγχρονου, έχουν αναλάβει να ασκήσουν μια συστηματική πολιτική αίγλης και επιμόρφωσης.

Από την άλλη, σε μια θεμελιακή και προγραμματική παρέμβαση των ιδρυμάτων στο δημόσιο χώρο. Και τα τρία ιδρύματα που αναφέραμε έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες διαφορετικού μεγέθους και διαφορετικής οικονομικής εμπλοκής στην πόλη. Το πιο αμφιλεγόμενο από τα εγχειρήματα και αυτό που έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις και τις εντονότερες δημόσιες συζητήσεις είναι η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, έργο με το κωδικό όνομα Rethink Athens. Έργο που θα αναπτυχθεί στην καρδιά της Αθήνας, στο ιστορικό της τρίγωνο, η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου, παλαιότερο σχέδιο που προτάθηκε εκ νέου από το Ίδρυμα Ωνάση, το οποίο και προκήρυξε και χρηματοδότησε τον σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, εγκρίθηκε πρόσφατα και οι μακέτες εκτέθηκαν για μία εβδομάδα στη στοά Αρσακείου. Οι αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν είναι πολλές και αφορούν τόσο την αναγκαιότητα ενός έργου τόσο μεγάλης κλίμακας σε μια εποχή κρίσης που θέτει πολύ ζωτικότερες ανάγκες για την πόλη, όσο και τις ευρύτερες επιπτώσεις στη ζωή του κέντρου ή τον ίδιο τον σχεδιασμό του που καταγγέλλεται ότι απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε επισκέπτες-τουρίστες του κέντρου της πόλης και όχι σε κατοίκους, όταν μάλιστα τόσο ο Δήμος όσο και η κεντρική εξουσία εκφράζουν την πρόθεσή τους να συμβάλλουν στην επανακατοίκησή του. Παρά τη διαδεδομένη άποψη ότι το Ίδρυμα χρηματοδοτεί το έργο, στην πραγματικότητα εμπλέκεται οικονομικά μόνο στην εκπόνηση της μελέτης του, ενώ η υλοποίησή του θα γίνει στο μεγαλύτερο ποσοστό της από ευρωπαϊκά κονδύλια. Και πάλι το θέμα της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων στη σπαρασσόμενη από την κρίση πόλη δημιουργεί εύλογο προβληματισμό.

Πολύ λιγότερες είναι οι αντιδράσεις στο εξίσου αν όχι περισσότερο μεγαλεπήβολο εγχείρημα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το οποίο εξελίσσεται στην περιοχή του Φαληρικού Δέλτα. Το Ίδρυμα αναλαμβάνει σ’ αυτή την περίπτωση το σύνολο του κόστους της κατασκευής σε έκταση η οποία του έχει παραχωρηθεί από το Δημόσιο, και η οποία θα στεγάσει την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά και το Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, έναν χώρο πολιτισμού και διασκέδασης. Οι αντιδράσεις που έχουν προς το παρόν διατυπωθεί αφορούν το μέγεθος της παρέμβασης του Ιδρύματος, ενδεχομένως κατά παράβαση της αρχικής σύμβασης, η οποία περιόριζε την εμπλοκή του στη δωρεά της κτιριακής υποδομή, καθώς και σε μεγάλο βαθμό τον τελευταίο καιρό στον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται η Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη. Στο τελευταίο ζήτημα, φαίνεται πως ο αυτονόητος εκσυγχρονισμός του ρόλου και του χαρακτήρα μιας βιβλιοθήκης σήμερα λειτουργεί σαν προκάλυμμα μιας απαξίωσης του πνευματικού ρόλου ενός τέτοιου ιδρύματος υπέρ μιας λειτουργίας περισσότερο ψυχαγωγικής. Δεν είναι τυχαίο που τόσο σε συνεντεύξεις του κ. Τροχόπουλου, διευθυντή του ΚΠΙΣΝ, αλλά και στη σχετική αρθρογραφία χρησιμοποιούνται συχνά όροι όπως «αποθήκες βιβλίων» ή αναγνωρίζεται ως μειονέκτημα μιας βιβλιοθήκης η υπερβολική ποσότητα βιβλίων που στεγάζουν.

Τέλος το τρίτο πρότζεκτ, που προτάθηκε από το Ίδρυμα ΝΕΟΝ του κ. Δασκαλόπουλου, αφορά μια παρέμβαση στον Εθνικό Κήπο, με το Ίδρυμα να αναλαμβάνει την υλοποίηση πρότασης μελέτης αρχιτεκτονικού τοπίου από τον διεθνούς φήμης γάλλο αρχιτέκτονα τοπίου Louis Benech, αλλά και τη φιλοξενία υπαίθριας έκθεσης τέχνης, σε συνεργασία με την Whitechapel Gallery. Η πρόταση αν και εγκρίθηκε από την παρούσα δημοτική αρχή (η οποία λόγω έλλειψης έργου δείχνει μεγάλη προθυμία να εγκρίνει κάθε λογής προτάσεις ιδιωτών) δεν υλοποιείται προς το παρόν λόγω των αντιδράσεων τόσο της αντιπολίτευσης στο Δήμο όσο και της Εταιρείας Φίλων του Εθνικού Κήπου, η οποία έχει ιδρυθεί από τον πρόεδρο της Alpha Bank κ. Ιωάννη Κωστόπουλο. Παρόλο που η κηποτεχνική μελέτη φαίνεται να αλλοιώνει σε αρκετά σημεία τη φυσιογνωμία του Εθνικού Κήπου, ο τύπος των αντιδράσεων είναι κατά κύριο λόγο ενδεικτικός των πολιτιστικών και πολιτικών αλλαγών που η στρατηγική των Ιδρυμάτων προοικονομεί για την πόλη. Θα επανέλθουμε.

___
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 29. Διαβάστε το δεύτερο μέρος του κειμένου, Πολιτισμός των Ιδρυμάτων: η εγγραφή της Ιστορίας, στο UNFOLLOW 30 που κυκλοφορεί

Πηγή – Τεχνηέντως