Του Αυγουστίνου Ζενάκου
Λογικό είναι ο ΣΥΡΙΖΑ να δέχεται κριτική. Πολυδιάστατη και από όλες τις πλευρές. Αλίμονο αν δεν δεχόταν. Και δεν εννοώ τις επιθέσεις της Συγγρού, εννοώ την ουσιαστική κριτική, ιδιαίτερα για τις επιλογές που κάνει καθώς προετοιμάζεται για τις μάχες που ενδέχεται να τον οδηγήσουν στην εξουσία. Έχοντας γράψει εδώ και καιρό για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σοσιαλδημοκρατία κι έχοντας υποστηρίξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταλάβει τον χώρο της κεντροαριστεράς, θα ήθελα να εξετάσω ένα είδος κριτικής «από τα αριστερά» και να διατυπώσω την απορία που μου προκαλεί…
Ανάμεσα σε τόσες κριτικές προσεγγίσεις στον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει μία, που ανήκει στην κατηγορία των «από τα αριστερά», η οποία κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση για πρόθεση «διαχείρισης» – κι ακόμη χειρότερα «σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης». Η κριτική αυτή, που ασκείται τόσο στους κόλπους της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και από άλλα μέτωπα, επικεντρώνεται κυρίως στις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ευρωζώνη -την «κατάργηση» των μνημονιακών νόμων αλλά την «αναδιαπραγμάτευση» της δανειακής σύμβασης- και την άρνηση της πλειοψηφίας του να διεκδικήσει τη ρήξη με την ΕΕ και να εκπονήσει -δημόσια, τουλάχιστον- σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Τις θέσεις του κόμματος τις διατυπώνει με σαφήνεια ο πρόεδρός του Αλέξης Τσίπρας, στη συνέντευξή του στο UNFOLLOW Απριλίου, που κυκλοφορεί. Στο ίδιο τεύχος, την κριτική για την οποία μιλώ ασκεί πολύ εύστοχα ο Νίκος Μπογιόπουλος στο κείμενό του, «Για τον ΣΥΡΙΖΑ». Την ασκεί επίσης ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος εδώ, στην ιστοσελίδα μας, στο ρεπορτάζ του για το ευρωψηφοδέλτιο και τις διαφωνίες της «Αριστερής Πλατφόρμας», «ΣΥΡΙΖΑ: Με «αριστερό» φλας στην αγκαλιά της τρόικας;».
Έχοντας γράψει εδώ και καιρό για τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σοσιαλδημοκρατία κι έχοντας υποστηρίξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταλάβει τον χώρο της κεντροαριστεράς, θα ήθελα να εξετάσω την κριτική αυτή λίγο διαφορετικά: με άλλα λόγια, ενώ συμφωνώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που θα προσπαθήσει να διαχειριστεί την υφιστάμενη κατάσταση· πως ο χώρος του, μετά την εκλογική του εκτίναξη το 2012, είναι αντικειμενικά αυτός της κεντροαριστεράς· και πως το κοντινότερο ιστορικό αντίστοιχο για τις προγραμματικές του εξαγγελίες είναι η σοσιαλδημοκρατία – η συγκεκριμένη κριτική μου προκαλεί απορία.
Ας κάνουμε δύο διαπιστώσεις: Πρώτον, η αυξημένη ψήφος προς τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012 είναι (μικροαστική) ψήφος ανάθεσης, καθ” όλα εντός του κανόνα της -ας υποταχθώ εδώ στο ιδιόλεκτο- αστικής δημοκρατίας της χώρας μας. Ένα κομμάτι των ψηφοφόρων των πρώην μεγάλων κομμάτων μετακινήθηκε προς τα εκεί, δίχως στην ουσία να αλλάξει την πολιτική του τοποθέτηση – είναι μάλλον σαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ να μετακινήθηκαν και να άφησαν ένα μαζικό τμήμα ανέστιο, το οποίο όμως είναι αυτό που ήταν πάντα: μικροαστικά στρώματα, με βασικό πολιτικό προκείμενο την βελτίωση -πλέον, τη διάσωση- μιας λίγο-πολύ δεδομένης ποιότητας ζωής. Η μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων αυτών δεν έχει αίτημα τη ρήξη, όσο και αν αγανακτεί. Έχει αίτημα την ανάκτηση της δυνατότητας να ζει μια «κανονική ζωή», όπως την κατανοεί.
Το γεγονός ότι αυτή η «κανονική ζωή» επλήγη σε τέτοιο συνταρακτικό βαθμό, σε συνδυασμό με κυβερνητικές επιθέσεις που δημιούργησαν προβλήματα απολύτως βιωμένα (και) σε τοπικό επίπεδο, πράγματι κινητοποίησε κάποιον αριθμό πολιτών και ένα τμήμα αυτού του αριθμού το έφερε σε επαφή με ομάδες που δρουν στην Αριστερά. Τέτοιες επαφές παρατηρήσαμε, λόγου χάρη, στην Κερατέα και στη Χαλκιδική. Επίσης, ένας αριθμός πολιτών επιδίδεται σε δράσεις αλληλεγγύης, δράσεις που έχουν «κινηματικά» χαρακτηριστικά, με λαμπρότερο ίσως παράδειγμα τα κοινωνικά ιατρεία. Υπάρχει επίσης μια συνδικαλιστική δράση που αντιστέκεται – στα όρια του απονενοημένου. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει πολλές σποραδικές περιπτώσεις όπου πολίτες διαφεύγουν από τον προσδιορισμό της «(μικροαστικής) ψήφου ανάθεσης», δεν το αρνούμαι. Είναι όμως ακριβώς αυτό: σποραδικές. Και οι σχετικά μαζικές διαδηλώσεις προηγούμενων ετών -για τις οποίες καθαρή εικόνα δεν έχουμε, αν είμαστε ειλικρινείς, και πάντως σίγουρα δεν διέθεταν ένα ξεκάθαρα «αριστερό» κινηματικό πρόσημο- έχουν σιγήσει, και ό,τι μπορεί να περιγραφεί ως «κινηματική δράση» παίζει έναν πολύτιμο μεν αλλά εν τούτοις ήσσονα ρόλο ανάσχεσης στην περιστολή της δημοκρατίας και στις πολιτικές λιτότητας που έχουν κυριαρχήσει κατά κράτος.
Δεύτερον, η κριτική που μιλάει για έλλειμμα «ανατρεπτικότητας» στον ΣΥΡΙΖΑ και συγκεκριμένα για την άρνησή του να διακηρύξει τη ρήξη με την ΕΕ υπονοεί, όταν δεν το λέει και ξεκάθαρα, ένα αίτημα υπέρβασης της αστικής δημοκρατίας. Διότι τα όρια της αστικής δημοκρατίας είναι πεπερασμένα. Μπορεί να υπάρχουν περιθώρια πιο φιλολαϊκών πολιτικών, πράγματι, δυνατότητες ευρύτερου ελέγχου των δημοσίων αγαθών, πιο δίκαιης κατανομής φορολογικών βαρών, αποκατάστασης της διάκρισης των εξουσιών, μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση και στη δικαιοσύνη, ανοικοδόμησης του κράτους πρόνοιας -η βαρβαρότητα της τελευταίας τετραετίας δεν είναι μονόδρομος-, αλλά, για να εξηγούμαστε, όλα τούτα «διαχείριση» είναι. Και, στο βαθμό που είναι εφικτά, είναι εφικτά εντός των ορίων της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή με δεδομένη την ηγεμονία του κεφαλαίου (έστω και με πιο «σφιχτούς» ελέγχους), την κομματική ανάθεση (έστω και με πιο ενισχυμένο ρόλο του συνδικαλισμού και των οργανώσεων των πολιτών), τους περιορισμούς των διεθνών συμβάσεων και συμμαχιών (τις οποίες κανείς διαπραγματεύεται και αναδιαπραγματεύεται), τις γεωπολιτικές ισορροπίες (τις οποίες κανείς σέβεται, διότι δεν έχει επιλογή). Οτιδήποτε άλλο αποτελεί υπέρβαση, αποτελεί αλλαγή καταστατική. Η «ρήξη με την ΕΕ» δεν είναι ένα αίτημα πολιτικής προσαρμογής στο πλαίσιο των σύγχρονων ευρωπαϊκών αστικών δημοκρατιών και του πολιτικοοικονομικού παραδείγματος στο οποίο είναι ενταγμένες. Για μια ελληνική αστικοδημοκρατική κυβέρνηση, η ρήξη με την ΕΕ δεν είναι ένα ακόμη διπλωματικό χαρτί, δεν είναι μια «σκλήρυνση στάσης», είναι αλλαγή παραδείγματος. Είναι, για να μην τα μασάμε, επαναστατικό αίτημα.
Δηλώνοντας, λοιπόν, ότι με το αίτημα συμφωνώ, διατυπώνω την απορία μου: Με ποια έννοια το απευθύνει κανείς αυτό το αίτημα σε αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα; Με ποια έννοια πιστεύει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να διατυπώσει εντός των ορίων της αστικής δημοκρατίας και ακολουθώντας τις διαδικασίες της έναν λόγο που θα παρακινεί στην ανατροπή της;
Θα μου πείτε, αυτό δεν κάνει το ΚΚΕ; Ναι, αλλά από την πολύ βολική θέση του να μην βρίσκεται πουθενά κοντά στην πιθανότητα άσκησης εξουσίας, γεγονός που του επιτρέπει να συντηρεί αυτή την πολιτική ακροβασία. Η δε ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που ασκεί αναλόγου είδους κριτική, βρίσκεται σε ακόμη πιο μεγάλη απόσταση, διαθέτει μάλιστα σαφέστατο πολιτικό στόχο απολύτως εντός, παρεμπιπτόντως, των ορίων της αστικής δημοκρατίας: αν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση, οι αναπόφευκτοι συμβιβασμοί του θα ενισχύσουν και την αντιπολίτευση από τα αριστερά, μια θέση στην οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ελπίζει πολύ λογικά να βρεθεί.
Αν ο στόχος ενός κόμματος είναι να εκλεγεί και να διεκδικήσει ως κυβέρνηση καλύτερες πολιτικές στο ευρωπαϊκό επίπεδο, προκειμένου να μπορέσει να εφαρμόσει καλύτερες πολιτικές εγχωρίως, αν θέλει να του ανατεθεί αυτή η διαχείριση, επειδή πιστεύει ότι θα την κάνει καλύτερα, φιλολαϊκότερα, δημοκρατικότερα, τότε φροντίζει πολύ λογικά να πείσει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων που ψάχνουν σε ποιον θα κάνουν την ανάθεση – μια διαδικασία γεμάτη υποχωρήσεις και αμφιλεγόμενες συμμαχίες, η οποία μπορεί να ελπίζει μόνο σε τούτη τη δικαίωση: να φύγει το χειρότερο, η διακυβέρνηση παλαιοεκσυγχρονιστών και ακροδεξιών, και να επιτευχθούν καλύτερες συνθήκες στο πλαίσιο των ορίων που υπάρχουν. Κι αυτή η δικαίωση, μολονότι περιορισμένη, δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Τουλάχιστον εγώ δεν είμαι καθόλου διατεθειμένος να προσχωρήσω στις τάξεις όσων μοιάζουν να λένε πως με μια «σοσιαλδημοκρατική διαχείριση» δεν μπορεί να επιτευχθεί τίποτε που να έχει σημασία και πως το έλλειμμα «ανατροπής» καθιστά ψευδεπίγραφη οποιαδήποτε βελτίωση.
Αν πάλι θέλουμε άλλα πράγματα, περισσότερα πράγματα, πράγματα που δεν περιλαμβάνονται στα όρια της «διαχείρισης», τότε καλό είναι να θυμόμαστε ότι τα αστικά κόμματα -του ΚΚΕ περιλαμβανομένου- δεν κάνουν ανατροπές, τουλάχιστον τέτοιας κλίμακας. Ας μην επιτρέπουμε στη μελαγχολία μας για το γεγονός ότι ούτε οι σύγχρονες επεξεργασίες υπάρχουν ούτε η κινηματική δυναμική που θα τις ενσάρκωνε, να μας οδηγεί στο να αποκρύπτουμε ότι μιλούμε για κάτι με προϋποθέσεις που απλώς δεν υφίστανται. Ας μην μιλάμε σαν ο ΣΥΡΙΖΑ να έπρεπε να κάνει απλώς μια ρύθμιση, μια άλλη επιλογή, να πει «θα κάνω στάση πληρωμών», προκειμένου να είναι «ανατρεπτικό» κι όχι «σοσιαλδημοκρατικό» ή «διαχειριστικό» κόμμα.
Διότι με αυτόν τον τρόπο, η κριτική παύει να είναι κάτι που ενδεχομένως θα ασκήσει έλεγχο στη φυσική τάση ενός κόμματος να διαχειριστεί την εξουσία με λιγότερο δημοκρατικό τρόπο ή να υπαναχωρήσει στις δεσμεύσεις βάσει των οποίων θα έχει εκλεγεί -εξελίξεις από τις οποίες έχουμε πικρή πείρα και τις οποίες θα πρέπει με οποιοδήποτε κόμμα να αγωνιστούμε για να αποτρέψουμε-, και καταλήγει να μην είναι παρά μια κοινοτοπία:
«Κοιτάξτε, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αστικό κοινοβουλευτικό κόμμα!»
«Ναι, καλημέρα, ας ανακαλύψουμε και την πυρίτιδα τώρα, καιρός είναι».
Leave a Reply