Του Δημήτρη Παπουτσή
Οι πραγματικές διαστάσεις
Είναι απαραίτητο να αναφερθούν εξ’αρχής μερικά στοιχεία. Τη χρονιά που, ανεύθυνα, οι κυβερνώντες επέβαλαν στη χώρα την τρόικα (ΔΝΤ-Ευρ. Τράπεζα-Ε.Ε.) ως εκπρόσωπο των δανειστών και υπέγραψαν, χωρίς καμιά διαπραγμάτευση, το Α μνημόνιο, οι συνολικές επισφάλειες των Ελληνικών Τραπεζών (οι οποίες κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε το 2008 δεν κινδύνευαν λόγω του ότι δεν είχαν μεγάλη έκθεση σε τοξικά προϊόντα) ανέρχονταν σε περίπου 300 δις ευρώ, κατανεμημένες περίπου ως εξής: 100 δις σε ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, 100 δις σε επιχειρηματικά δάνεια και 100 δις σε στεγαστικά και καταναλωτικά. Περίπου 450.000 νοικοκυριά έχουν λάβει στεγαστικά δάνεια, κυρίως την περίοδο μετά την ένταξη της χώρας στο ευρώ (2000), με το συνολικό ποσό να ανέρχεται σε 72 δις ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 40% περίπου του ΑΕΠ και είναι πολύ μικρό σε σχέση με άλλες χώρες.
(Στην Ιρλανδία τα στεγαστικά δάνεια έφθασαν το 300% του ΑΕΠ). Σήμερα εκτιμάται ότι τα κόκκινα στεγαστικά δάνεια (δάνεια με καθυστέρηση πάνω από 90 ημέρες) αντιπροσωπεύουν το 30% του συνόλου (τα στοιχεία προέρχονται από ομιλία, στη Βουλή, του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργου Σταθάκη). Συνεπώς, (ακόμα και αν θεωρήσουμε σαν υπόλοιπο οφειλής το αρχικό ποσό του δανείου) το συνολικό ποσό των ληξιπρόθεσμων οφειλών των κόκκινων στεγαστικών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 21,5 δις. Πράγματι, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν σε ένα ποσό της τάξης των 18 δις. Στην πραγματικότητα, το ποσό των κόκκινων στεγαστικών που αφορούν στην Α κατοικία είναι ακόμα μικρότερο. Αυτή είναι τελικά η ποσοτική παράμετρος του ζητήματος «κόκκινα στεγαστικά δάνεια στην Ελλάδα» και δίνει ξεκάθαρη απάντηση στην κινδυνολογία (δηλώσεις του Υπουργού Οικονομικών και άλλων) πως αν απαγορευτούν οι πλειστηριασμοί της Α κατοικίας θα καταρρεύσει το Τραπεζικό Σύστημα.
Το θεσμικό πλαίσιο
Με την εμφάνιση της χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008, η τότε ελληνική κυβέρνηση ενίσχυσε τις τράπεζες με 28 δις, θέσπισε όμως την προστασία του συνόλου της περιουσίας των δανειοληπτών (αναστολή των πλειστηριασμών) για χρέη έως 200.000 ευρώ. Η ρύθμιση αυτή, με τις παρατάσεις που ψηφίστηκαν στη συνέχεια, είχε τελικά ισχύ έως 31-12-2013.
Το 2010, μετά την εφαρμογή του Α μνημονίου, ψηφίστηκε ο περίφημος «νόμος Κατσέλη» για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (Νόμος 3869/2010) που ισχύει και σήμερα (όπως τροποποιήθηκε τον Ιούνιο του 2013 και πρόσφατα το Δεκέμβριο) και ο οποίος θέτει τις προϋποθέσεις και ορίζει τις διαδικασίες για την προστασία της Α κατοικίας. Το νομοθετικό πλαίσιο συμπληρώθηκε τον Ιούνιο του 2013 με το νόμο 4161/2013 που αφορά όμως μόνο σε ενήμερους δανειολήπτες και συνεπώς δεν ρυθμίζει κόκκινα δάνεια. Στο τέλος του 2013, κάτω από την κοινωνική πίεση η Κυβέρνηση κατέθεσε και ψήφισε νόμο (σημειώνουμε τη σιωπηρή ανοχή της τρόικας και την αποδοχή του από τις τράπεζες), με τον οποίο παρατείνει, υπό προϋποθέσεις, την απαγόρευση πλειστηριασμών Α κατοικίας για ένα χρόνο προκειμένου όπως διακηρύσσει, να θεσπισθεί ρυθμιστικό πλαίσιο για το θέμα των κόκκινων δανείων. Πίσω όμως από τη ρητορεία αυτή κρύβονται οι πραγματικές προθέσεις.
Οι προθέσεις
Νομίζω πως είναι ξεκάθαρο από τα στοιχεία που παρατέθηκαν ότι οι μνημονιακές κυβερνήσεις των 4 τελευταίων ετών έχουν δείξει απροθυμία να ρυθμίσουν το θέμα των κόκκινων δανείων που οι ίδιες προκάλεσαν με την πολιτική της άγριας λιτότητας μετά το 2010. (Μέχρι τότε το ποσοστό των κόκκινων δανείων ήταν σε πολύ χαμηλά φυσιολογικά επίπεδα). Σε μια χώρα η οποία τα τελευταία 20 χρόνια λειτουργεί υπό καθεστώς «Τραπεζοκρατίας», διατηρείται η παραδοξότητα, όπου, ενώ με την ανακεφαλαιοποίηση οι τράπεζες έχουν ουσιαστικά περιέλθει στο Δημόσιο, διοικούνται ακόμα από τους παλαιούς ιδιοκτήτες. Σήμερα, κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους (Α κατοικία) περίπου 180.000 νοικοκυριά. Αυτά τα νοικοκυριά, στην ουσία, πληρώνουν τα δάνειά τους, μέσω της φορολογίας (η φορολογία τα 4 τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί έως και 7 φορές, ενώ η διεύρυνση της φορολογικής βάσης έχει γίνει κυρίως προς τα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα) και μέσω της μείωσης μισθών και συντάξεων. Από αυτές τις πρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις και τις περικοπές, έχουν δοθεί από το Ελληνικό Δημόσιο προς τις Τράπεζες συνολικά περίπου 220 δις σε μετρητά και εγγυήσεις επιβαρύνοντας δυσβάστακτα το δημόσιο χρέος. Παρ’ όλα αυτά, η Κυβέρνηση προτιμά να κρατά σε ομηρία τους δανειολήπτες συσκοτίζοντας το πραγματικό πρόβλημα που είναι, δεδομένης πλέον της οικονομικής καταστροφής, η αδυναμία αποπληρωμής αυτών των δανείων.
Μια ουσιαστική λύση του ζητήματος των κόκκινων στεγαστικών δανείων, των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη την πτώση της αξίας των ακινήτων τα 4 τελευταία χρόνια (η οποία επιβλήθηκε βίαια και στοχευμένα, με τις μνημονιακές πολιτικές). Είναι καθολική η παραδοχή ότι οι ευθύνες σε μία δανειακή σχέση βαρύνουν και τα δύο μέρη (πιστωτή και δανειολήπτη). Γι’ αυτό και οι τράπεζες, πριν εγκρίνουν τη χορήγηση ενός δανείου, διεξάγουν έρευνα για τις οικονομικές δυνατότητες του υποψήφιου δανειολήπτη και προχωρούν σε εμπεριστατωμένες εκτιμήσεις, από ειδικούς, των ακινήτων, που πρόκειται να αποτελέσουν εμπράγματες ασφάλειες των δανείων. Συνεπώς, προϋπόθεση για οποιαδήποτε ρύθμιση των κόκκινων δανείων (και κατ’ επέκταση για κατασχέσεις, πλειστηριασμούς και εξώσεις) είναι η αναδιάρθρωσή τους με βάση τις ακόλουθες αρχές:
α) Μείωση του δανείου ή του υπολοίπου του δανείου ανάλογη της πτώσης της αξίας του ακινήτου.
β) Τυχόν εκπλειστηριασμός ακινήτου, που έχει δοθεί ως εμπράγματη ασφάλεια, πρέπει να εξαντλεί όλες τις απαιτήσεις της τράπεζας απέναντι στο δανειολήπτη. Δεν μπορεί, δηλαδή, να γίνει αποδεκτό να κατάσχει η τράπεζα το σπίτι του δανειολήπτη, να το εκποιεί σε εξευτελιστική τιμή και, στη συνέχεια, να τον κυνηγάει για το υπόλοιπο του δανείου (δεδομένου ότι έχει εκτιμήσει και αποδεχθεί το ακίνητο ως εμπράγματη ασφάλεια για το σύνολο του δανείου).
γ) Η στόχευση πρέπει να είναι όχι μόνο η προστασία της Α κατοικίας αλλά και η συνολική και οριστική απαλλαγή των οικονομικών υποχρεώσεων των δανειοληπτών που λόγω της κρίσης αδυνατούν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Τα ανωτέρω θα απαντήσουν στην απορία των δανειοληπτών, που βλέπουν τις τράπεζες να αρνούνται κάθε συζήτηση για αναδιάρθρωση των κόκκινων δανείων, τη στιγμή που διαπραγματεύονται την πώλησή τους σε ξένα funds σε εξευτελιστικές τιμές που φθάνουν έως και το 20%. Είναι αποκαλυπτική η στάση της τρόικα, η οποία με την εμμονή και επιμονή της στην άρση της απαγόρευσης των πλειστηριασμών, επιβεβαιώνει ότι επέβαλε τη μείωση της αξίας των ακινήτων και επιδιώκει την περαιτέρω μείωση με στόχο την εξυπηρέτηση ξένων επενδυτών. Άλλωστε και η μείωση του φόρου μεταβίβασης στο 3% (παρ’ όλο που παρουσιάστηκε σαν φορολογική ελάφρυνση) εξυπηρετεί ακριβώς αυτούς τους σκοπούς.
Το πολιτικό πρόβλημα
Η Κυβέρνηση με την ψήφιση του νόμου αυτού, στην ουσία, είχε στόχο να ξεπεράσει τις αντιδράσεις των κυβερνητικών βουλευτών, ούτως ώστε να ψηφισθεί ο λεγόμενος ενιαίος φόρος ακινήτων, ο οποίος κινείται προς την ίδια κατεύθυνση της απαξίωσης των ακινήτων, μέσω της υπερφορολόγησης. Γνωρίζει η κυβέρνηση ότι το θέμα των πλειστηριασμών μπορεί να αφυπνίσει την Ελληνική Κοινωνία. Η στέγη στην Ελλάδα έχει ψυχολογικές παραμέτρους εντελώς διαφορετικές απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι το ποσοστό ιδιοκατοίκησης ανέρχεται στο 80%. Το «κεραμίδι» είναι ιερό για τον Έλληνα.
Αυτή τη στιγμή, ο αγώνας κατά των πλειστηριασμών έχει δύο μέτωπα:
α) Τον αγώνα για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου που προστατεύει την Α κατοικία (και πέραν του 2014) μαζί με την απαραίτητη αναδιάρθρωση των δανείων και
β) Την ακύρωση στη πράξη των πλειστηριασμών. Εδώ, η Ελληνική Κοινωνία, που έχει υποστεί αλλεπάλληλες συνεχείς ήττες τα τελευταία 4 χρόνια, βρίσκεται σε προνομιακό πεδίο. Έχουν αναπτυχθεί διάφορα κοινωνικά κινήματα που δραστηριοποιούνται κατά των πλειστηριασμών και ήδη συντονίζονται σε κοινή δράση. (Αναφέρομαι στο «συντονιστικό» 20 και πλέον συλλογικοτήτων που έχει επιδείξει ακτιβιστικό έργο καθώς και σε άλλα αυθόρμητα κινήματα σε όλη τη χώρα που έχουν καταφέρει με την παρέμβασή τους να αποτρέψουν πλειστηριασμούς). Εξ ίσου σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι το ότι τα κινήματα αυτά προωθούν την αγωνιστική και όχι τη φιλανθρωπική αλληλεγγύη. Το ζήτημα των πλειστηριασμών μπορεί να αναδειχθεί σε σημείο αιχμής για τους κοινωνικούς αγώνες κατά των μνημονιακών κυβερνήσεων και των καταστροφικών πολιτικών που έχει επιβάλει η τρόικα. Αν η κοινωνία ηττηθεί και σ’ αυτό θα ηττηθεί οριστικά.
Leave a Reply