ntiran-kesegian1

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΡΑΖΜΙΓΚ ΚΕΣΕΓΙΑΝ & ΣΕΝΤΡΙΚ ΝΤΙΡΑΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ

Η συζήτηση στην γαλλική Αριστερά για την Ευρωπαϊκή Ενωση και το θέμα του ευρώ έχει πάρει μια νέα και ενδιαφέρουσα τροπή τους τελευταίους μήνες με τη δημοσίευση δύο βιβλίων που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν κάθε είδους αντιδράσεις σε όλο σχεδόν το φάσμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Το πρώτο είναι ο συλλογικός τόμος που κυκλοφόρησε υπό τον εύγλωττο τίτλο «Να τελειώνουμε με την Ευρώπη»[1] την επιμέλεια του οποίου ανέλαβε ο οικονομολόγος Σεντρίκ Ντιράν. Ο Ντιράν, που υπήρξε ενεργός στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα στη δεκαετία του 2000 και στέλεχος της τροτσκιστικής οργάνωσης LCR, είναι σήμερα μέλος του Αριστερού Μετώπου και της νεοϊδρυθείσας συνιστώσας του «Μαζί! (Ensemble!) – Κίνημα για την αριστερή, οικολογική και αλληλέγγυα εναλλακτική» που αποτελεί προϊόν ενοποίησης πέντε οργανώσεων της εναλλακτικής και εξωκοινοβουλευτικής Aριστεράς που συμμετέχουν στο Αριστερό Μέτωπο.

Το βιβλίο χαρακτηρίστηκε από την έγκυρη Μοντ Ντιπλοματίκ ως «σταθμός στην εξέλιξη της συχνά αμφίσημης σχέσης της ριζοσπαστικής αριστεράς με το ευρωπαϊκό σχέδιο». «Ξεκινώντας από μια κοινή κριτική διαπίστωση, ορισμένες συνιστώσες της», επισημαίνει ο αρχισυντάκτης του εντύπου αναφοράς της ριζοσπαστικής Αριστεράς Πιέρ Ριμπέρ, «αρνούντο να συνάγουν τα συμπεράσματα υπό το φόβο της κατηγορίας του εθνικισμού. Περιόριζαν λοιπόν τον στρατηγικό τους ορίζοντα στον όλο και πιο ομιχλώδη στόχο της «άλλης Ευρώπης». Οι συγγραφείς αυτού του τόμου, πεισμένοι διεθνιστές, καταδεικνύουν πως η κρίση που άρχισε το 2008 έφερε στο φως τα αντιδημοκρατικά θεμέλια της ΕΕ, ένα οικοδόμημα που δημιουργήθηκε αρχικά μετά τον πόλεμο, στη βάση του ελεύθερου ανταγωνισμού και έγινε μισό αιώνα αργότερο το πολιτικο-θεσμικό όργανο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου»[2]. Ας θυμίσουμε εδώ τη συμβολή της Μοντ Ντιπλοματίκ στη σχετική συζήτηση, μεταξύ άλλων με το πρωτοσέλιδο άρθρο του γνωστού ριζοσπάστη οικονομολόγου Φρεντερίκ Λορντόν «Πως να φύγουμε από το ευρώ», το οποίο αναδημοσίευσε η Iskra το καλοκαίρι[3]. Σ’αυτή τη θέση σχετικά με το κοινό νόμισμα καταλήγουν εξ’άλλου και οι συγγραφείς του τόμου που επιμελείται ο Ντιράν, την οποία και εντάσσουν στην προοπτική μιας αντικαπιταλιστικής λύσης που συνδυάζει μονομερείς ρήξεις σε εθνικό επίπεδο με την ευρωπαϊκή και ευρύτερα διεθνιστική κατεύθυνση.

Το δεύτερο βιβλίο, που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες με τον τίτλο «Η ριζοσπαστική Αριστερά και τα ταμπού της» είναι του Ωρελιέν Μπερνιέ. Ο Μπερνιέ, όπως και ο Ντιράν, προέρχεται από τις γραμμές του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και έχει δημοσιεύσει αρκετά βιβλία για που είχαν σημαντική απήχηση στους χώρους της ριζοσπαστικής Aριστεράς και της οικολογίας. Στο τελευταίο του έργο ξεκινά από την οδυνηρή διαπίστωση ότι στη Γαλλία, παρά την επιτυχημένη εκστρατεία του Ζαν-Λυκ Μελανσόν και του Αριστερού Μετώπου στις προεδρικές εκλογές, κύριος, ίσως και μόνος, ωφελημένος της κρίσης είναι η ακροδεξιά, και ειδικότερα το Εθνικό Μέτωπο του οποίου ηγείται η Μαρίν Λεπέν. Με άλλα λόγια, η κρίση του συστήματος φαίνεται να ευνοεί ένα εθνικιστικό ρεύμα που υποστηρίζει τον καπιταλισμό και όχι της αριστερές δυνάμεις που το αμφισβητούν. Βασικός λόγος αυτού του παράδοξου είναι, σύμφωνα με τον Μπερνιέ, η άρνηση της Αριστεράς να υιοθετήσει μια θέση ρήξης με τη θεσμική και νομισματική τάξη της ΕΕ. Ανυπακοή έναντι της ΕΕ, ρήξη με το θεσμοποιημένο καθεστώς ελεύθερου εμπορίου μέσω ενός οικολογικού και κοινωνικού προστατευτισμού, έξοδος από το ευρώ και υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας ως στρατηγικού χώρου για τη δημοκρατία και την λαϊκή κυριαρχία αποτελούν για το συγγραφέα τις βασικές προϋποθέσεις για να μπορέσει η πρόταση της Αριστεράς να αποκτήσει την αξιοπιστία και συνοχή που επειγόντως χρειάζεται να αποκτήσει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στον Μπερνιέ έσπευσε να απαντήσει ο εθνικός γραμματέας του Αριστερού Κόμματος και στενός συνεργάτης του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, Γκιογιόμ Ετιεβάν διευκρινίζοντας εξ’αρχής ότι «ούτε η ΕΕ ούτε το ευρώ είναι ταμπού» για το κόμμα του[4].. Το Αριστερό Κόμμα, τονίζει στο κείμενό του, προτείνει ένα συνδυασμό μάχης εκ των έσω και μονομερών ενεργειών ανυπακοής προς την ΕΕ στις οποίες, αν χρειαστεί, προτίθεται να επιμείνει ακόμη κι αν οδηγήσουν σε διάλυση της ευρωζώνης ή αποπομπή της Γαλλίας από αυτήν. Πιο συγκεκριμένα, ο Ετιεβάν δέχεται ότι «είναι ελάχιστα πιθανό να δεχθεί το σύνολο των κρατών-μελών (της ΕΕ) μια τροποποίηση των συνθηκών στην κατεύθυνση του γενικού συμφέροντος. Θα ζητήσουμε, λοιπόν, μια διάταξη που θα μας επιτρέπει να μην εφαρμόσουμε αυτές τις εντολές. Εαν αυτό δεν μας επιτραπεί, θα επιδιώξουμε ένα συσχετισμό δύναμης αλλάζοντας το Σύνταγμα έτσι ώστε το εθνικό δίκαιο να υπερέχει του ευρωπαϊκού».

Η στρατηγική του Αριστερού Κόμματος, σύμφωνα με τον Ετιεβάν, είναι αυτή της «ανατροπής εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος του ευρώ. Δεν θα διστάσουμε να επιτάξουμε την Τράπεζα της Γαλλίας για να της επιτρέψουμε να νομισματικοποιήσει το δημόσιο χρέος της Γαλλίας αν δεν καταστεί δυνατό να αλλάξουμε τους κανόνες λειτουργίας της ΕΚΤ. Αυτή η «πολιτική της έντασης» εντός της ΕΕ μπορεί να φθάσει μέχρι και την πολιτική και διπλωματική κρίση, ακόμη και μέχρι την αποπομπή της Γαλλίας από την ευρωζώνη ακόμη κι αν αυτό δεν προβλέπεται από τις συνθήκες. Αποδεχόμαστε αυτό το ρίσκο και θα κάνουμε ότι μπορούμε για να συντονίσουμε την πολιτική μας με όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς που το επιθυμούν. Αν η ευρωζώνη, ή ακόμη και η ίδια η ευρωπαϊκή ένωση διαλυθούν θα είναι σε διεθνιστικές και όχι σε εθνικιστικές βάσεις. Η δυναμική που θα έχουμε δημιουργήσει θα μας επιτρέψει να οικοδομήσουμε δεσμούς αλληλεγγύης με τις χώρες που έχουν παρόμοιους στόχους». Με άλλα λόγια, το ενδεχόμενο αποπομπής και διάλυσης της ευρωζώνης αφενός είναι υπαρκτό αφετέρου κάθε άλλο παρά καταστροφή σημαίνει για όσες χώρες επιλέξουν έναν διαφορετικό δρόμο.

Ολα δείχνουν λοιπόν ότι η πορεία προς τις ευρωεκλογές θα αναζωπυρώσει τη συζήτηση για τα κρίσιμα στρατηγικά θέματα εντός της γαλλικής Αριστεράς.

ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ  

Ακολούθως, παρατίθεται το κείμενο των Ραζμιγκ Κεσεγιάν και Σεντρίκ Ντιράν, το οποίο έχει ως εξής: 

 ——————————–

ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, Η ΜΟΝΗ ΔΙΕΞΟΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΙΣΤΕΡΑ  

ΤΩΝ ΡΑΖΜΙΓΚ ΚΕΣΕΓΙΑΝ & ΣΕΝΤΡΙΚ ΝΤΙΡΑΝ [5]  

Ο καθένας έχει τα όνειρα που του αντιστοιχούν. Πριν από λίγα χρόνια, φιλοδοξία των ευρωπαϊκών ελίτ ήταν να κάνουν την ΕΕ «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης (knowledge economy) σε παγκόσμιο επίπεδο, ικανής να προωθήσει ποσοτικά και ποιοτικά την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή». Εν τω μεταξύ μεσολάβησε η κρίση και μαζί μ’αυτήν μια σειρά χρηματιστικών αναταραχών και θεσμικών ψυχοδραμάτων. Ουδείς πλέον πιστεύει ότι η οικονομία της ΕΕ θα γίνει «η πιο δυναμική σε παγκόσμιο επίπεδο», ούτε ότι θα προωθηθεί η «κοινωνική συνοχή». Τι ονειρεύονται πλέον οι ευρωπαϊκές ελίτ; Με μια λέξη «σταθερότητα». Την επιβράδυνση της καταστροφής και την εξαγορά χρόνου.

Σε μια συνέντευξη που έδωσε τέλη Δεκεμβρίου στην γαλλική εφημερίδα Journal du Dimanche, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Ντράγκι χαίρεται που η ανεργία στην Ευρώπη φαίνεται να σταθεροποιείται στο 12%. Η ανάπτυξη, προσθέτει, θα φτάσει ίσως το 1% με 1,5%. Οι λέξεις «σταθερότητα» και «σταθεροποίηση» αναφέρονται όχι λιγότερο από εφτά φορές σε αυτή τη συνέντευξη. Η «αβεβαιότητα» υποχωρεί, ισχυρίζεται ο Ντράγκι, και καλεί τις κυβερνήσεις να «συνεχίσουν στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων».

Το συμπέρασμα που συνάγεται μετά βεβαιότητας από τις δηλώσεις του Ντράγκι είναι το εξής: οι ευρωπαϊκές ελίτ, ή μάλλον το τμήμα τους που είναι το λιγότερο επιρρεπές σε ψευδαισθήσεις, είναι πεισμένες ότι μια ανεργία της τάξης του 10 ή 12% είναι ένα δομικό στοιχείο της κατάστασης. Είναι επίσης πεισμένες ότι η ανάπτυξη θα παραμείνει αναιμική, στην καλύτερη περίπτωση της τάξης του 1,5%, το πιθανότερο γύρω στο 0,5%. Ακόμη κι αν προκύψουν τα «νέα μοντέλα ανάπτυξης» τα οποία εύχεται ο Ντράγκι, οι επιπτώσεις τους στην απασχόληση δεν θα γίνουν αισθητές πριν από αρκετά χρόνια, ίσως και δεκαετίες. Η διακυβέρνηση της στασιμότητας, αυτός είναι ο νέος ορίζοντας των ηγετών της ΕΕ.

Από τον 19ο αιώνα και μετά, οι δημοκρατικές κατακτήσεις είναι αναπόσπαστα δεμένες με την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Οι περίοδοι κρίσεων αντίθετα συχνά καταλήγουν σε αυταρχική σκλήρυνση. Η στασιμότητα που επικρατεί στην Ευρώπη οδηγεί σε διαδικασίες συρρίκνωσης της δημοκρατίας. Ως απάντηση στην κρίση, τα ευρωπαϊκά κράτη δέχθηκαν ένα «μεγάλο άλμα» στη κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Για να υπηρετήσουν αυτό το στόχο παραιτήθηκαν από την ουσία των αρμοδιοτήτων που κατείχαν σε θέματα οικονομικής πολιτικής προς όφελος θεσμών της ΕΕ με πολύ μικρή –στην καλύτερη περίπτωση – δημοκρατική νομιμοποίηση και κατά κανόνα απολύτως καμία.

Το ότι η λήψη των αποφάσεων γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο δε σημαίνει όμως ότι το ίδιο ισχύει και για την πολιτική ζωή. Αντίθετα, το χάσμα μεταξύ του ευρωπαϊκού και του εθνικού επίπεδου είναι όλο και εντονότερο: στο πρώτο διαμορφώνεται η οικονομική πολιτική, στο δεύτερη η δημοκρατική συζήτηση. Ελλείψει δε κοινωνικού κινήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το χάσμα αυτό θα διευρύνεται και μαζί μ’αυτό η διαδικασία απο-δημοκρατικοποίησης. Σ’αυτό το πλαίσιο, η ανάδειξη μιας αριστερής πλειοψηφίας σε ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό ικανής να αναλάβει την διακυβέρνηση της ΕΕ είναι απλά αδιανόητη. Ο «ευρωκεϋνσιανισμός» για τον οποίο γινόταν λόγος στην αρχή της κρίσης αποτελεί πλέον μακρυνή ανάμνηση.

Παρ’όλα αυτά τα κόμματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς φαίνονται, όπως δείχνουν οι αποφάσεις του τελευταίου συνέδριου του ΚΕΑ που συνήλθε στη Μαδρίτη τον περασμένο Δεκέμβρη, φαίνεται να επιμένουν σε αυτήν την επιλογή. Ενας ενισχυμένος ευρωπαϊκός προϋπολογισμός, μια ΕΚΤ που θα προσφέρει δημοσιονομική στήριξη στα κράτη, επενδύσεις στις οικολογικές υποδομές και ένα ευρωπαϊκό ταμείο ανεργίας, αυτά τα μέτρα, μαζί μ’άλλα, θα οδηγήσουν, σύμφωνα με το ΚΕΑ, στην ανάδειξη μιας άλλης Ευρώπης. Δυστυχώς όμως τα εμπόδια για την υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος είναι ανυπέρβλητα. Αυτά τα μέτρα είναι ασύμβατα με τον γενετικό κώδικα των ισχύουσων ευρωπαϊκών συνθηκών. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει θεμελιωθεί πάνω στο γερμανικής έμπνευσης φιλελεύθερο σχέδιο της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» (Ordoliberalismus). Οπως κατέδειξε ο Μισέλ Φουκό, σύμφωνα με αυτό το σχέδιο «η θεμελιακή μορφή της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί να είναι κάτι που θα αντιτίθεται και θα αποτελεί αντίβαρο στην οικονομική πολιτική».

Ο στόχος αντίθετα είναι η κάλυψη από την αγορά του συνόλου των κοινωνικών αναγκών. Η καταναγκαστική αρχή του «ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού», η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, η ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων, οι περιορισμοί στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, η απουσία ενοποιημένης κοινωνικής πολιτικής προκύπτουν μοιραία από αυτά τα θεμέλια. Η θέληση για αναπροσανατολισμό της Ευρώπης προϋποθέτει τη ρήξη με αυτήν τη διαβολική μηχανή.

Στην περίπτωση που σημειώσει εκλογικές επιτυχίες σε μία ή σε περισσότερες χώρες, κάτι που αποτελεί ένα πιθανό ενδεχόμενο, η Αριστερά που θέλει να έρθει σε ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα αδυσώπητο δίλημμα: να απεμπολήσει το στόχο του οικολογικού και κοινωνικού μετασχηματισμού για να γίνει «ευρωσυμβατή» ή να επιλέξει την ανυπακοή και εν τέλει την ρήξη με την ΕΕ. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος. Μόνο όταν θα επέλθει ρήξη με την ΕΕ θα μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος για την πραγματική πολιτική: μια πολιτική που θα στοχεύει στην πλήρη απασχόληση, τον επαναπροσανατολισμό της οικονομίας σύμφωνα με τις κοινωνικές ανάγκες, τη διεθνή ολοκλήρωση σε αλληλέγγυα βάση και το σχεδιασμό της οικολογικής μετάβασης.

Το να διακηρύσσεται, όπως κάνουν τα πλειοψηφικά τμήματα της ευρωπαϊκής αριστεράς, ότι «μια άλλη Ευρώπη είναι δυνατή» στη βάση της υπάρχουσας ενέχει ένα σοβαρό κίνδυνο: να οδηγήσει στην απογοήτευση και την παραίτηση των αγωνιστών και όσων την υποστηρίζουν εκλογικά. Το ξεκαθάρισμα αυτού του ζητήματος είναι λοιπόν αναγκαίο στην προοπτική των ευρωεκλογών του Ιούνη. Ενα μόνο σύνθημα επιβάλλεται για αυτήν την προεκλογική εκστρατεία: ανυπακοή στην Ευρωπαϊκή Ενωση!

Μετάφραση: Στάθης Κουβελάκης  

Πρώτη δημοσίευση: ιστοσελίδα του περιοδικού Regards http://www.regards.fr/web/Desobeir-a-l-Union-europeenne,7338

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Cédric Durand, En finir avec l’Europe, La fabrique, Παρίσι, 2014. Ο τόμος συγκεντρώνει μεταξύ άλλων κείμενα των Σεντρίκ Ντιράν, Ραζμίγκ Κεσεγιάν, Κώστα Λαπαβίτσα, Στάθης Κουβελάκη καθώς και του Βόλφγκανγκ Στρέεκ, διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Ερευνών «Μαξ Πλανκ» της Γερμανίας.

[2] Βλέπε Le Monde diplomatique, τεύχος 718, Γενάρης 2014, σελ. 24.

[3] Φρεντερίκ Λορντόν, «Πως να φύγουμε από το ευρώ» http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=12951:lornton-frenterik&catid=54:anpolitiki&Itemid=284

[4] Βλέπε Guillaume Etievant, « L’Europe n’est pas un tabou pour nous », προσβάσιμο στο http://www.marianne.net/L-Europe-n-est-pas-un-tabou-pour-nous_a234799.html

[5] Ο Ραζμίγκ Κεσεγιάν (φωτό δεξιά)  διδάσκει κοινωνιολογία στη Σορβόνη, ο Σεντρίκ Ντιράν (φωτό αριστερά) διδάσκει οικονομία στο πανεπιστημίο Παρίσι 13 – Βιλτανέζ. Οι συγγραφείς είναι μέλη του Αριστερού Μετώπου Γαλλίας και της συνιστώσας του «Μαζί – Κίνημα για την αριστερή, οικολογική και αλληλέγγυα εναλλακτική» που αποτελεί την 3η συνιστώσα του Αριστερού Μετώπου.

Πηγή : iskra