Ο Θεός ήταν πάντοτε το σπουδαιότερο αποκούμπι του ανθρώπου. Συνήθως εκείνου του ανθρώπου που ναι μεν ήξερε ότι κατά βάθος άλλα έλεγε στα νιάτα του, κι άλλα όταν μεγάλωνε, όμως κανείς δεν έχει εξηγήσει επιστημονικά αυτή τη μεταφυσική μεταστροφή όποιου συνειδητοποιεί ότι η ματαιότητα του λήγει με το που γίνει λίπασμα για τις γλάστρες.
Κάποτε οι Θεοί ήταν η εξήγηση για τον ήλιο που ανατέλλει και δύει, για τους κεραυνούς και τις βροχές, για την καλή τύχη και τις “θεομηνίες”. Ήταν επίσης η εύκολη εξήγηση για όποιον γέμιζε τον κόσμο εξώγαμα. Γι’ αυτό και οι αρχαίοι Θεοί ήταν μπερμπάντηδες, καλοπερασάκηδες και δεν είχαν κανένα κόμπλεξ.
Μερικοί ανακάλυψαν νωρίς ότι οι Θεοί δεν υπάρχουν, γι’ αυτό κι αποφάσισαν ότι η ζωή κρατά πολύ λίγο. Έτσι, ονόμασαν τους εαυτούς τους Θεούς, πλήρωσαν και μερικούς δικούς τους για να διαδώσουν το ψέμα, κι ανάγκασαν εκατομμύρια υπόδουλους να τους προσκυνούν και να υπακούν σε κάθε τους πρόσταγμα.
Τα χρόνια κυλούσαν και οι Θεοί λιγόστεψαν, ώσπου στο τέλος έμεινε μόνο ένας για να αποφευχθεί η πολυκοσμία. Ο ένας και μοναδικός Θεός ήταν πολύ καλός για όλους, όμως αυτό δεν αρκούσε για να κρατήσει τους αγράμματους στα αυγά τους. Τα πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλά, και κάτι έπρεπε να αλλάξει.
Τα πρώτα παραμύθια για τους πρωτόπλαστους δεν ήταν πολύ φιλικά, αφού έδειχναν πόσο σκατάνθρωποι, δολοφόνοι και αιμομίκτες είμαστε, οπότε κάτι δραστικό έπρεπε να γίνει. Βέβαια, η ιστορία που σήμερα όλα τα παιδάκια διδάσκονται πριν μάθουν να μετρούν μέχρι το εκατό δεν ήταν ακριβώς έτσι, μιας και οι πραγματικοί πρωτόπλαστοι των Γραφών ήταν ο Αδάμ και η Λίλιθ. Όμως η Λίλιθ μας βγήκε αρχιφεμινίστρια που, επειδή φτιάχτηκε από το ίδιο υλικό με τον Αδάμ, έπρεπε να έχει και ίσα δικαιώματα. Έτσι ο Αδάμ μαζί με τον Θεό τη σούταραν από τον Παράδεισο, κι αυτή κυκλοφορούσε γυμνή στη Γη. Κι επειδή ήταν πολύ μπάνικη, ο Εωσφόρος την γκάστρωσε και δημιούργησαν τα δαιμόνια που αντιπροσώπευαν τις απολαύσεις που οι άρχοντες βάπτισαν αμαρτίες για να μην έχουν προβλήματα στο μέλλον.
Ο Θεός είναι πολύ καλός και αγαπά τους ανθρώπους, όμως οι άνθρωποι είναι η χειρότερη εκδοχή νοημοσύνης που περπάτησε πάνω στον πλανήτη. Γι’ αυτό και η θρησκεία έγινε ένα από τα καλύτερα εργαλεία θανάτου που εφηύρε το ανθρώπινο είδος, στην αναζήτησή του για νέες σφαγές και καταπίεση.
Βέβαια, είναι βλακώδες να λες ότι κάποιος πόλεμος γίνεται για οποιαδήποτε άλλη αιτία εκτός από τα λεφτά, γι΄αυτό κι όποια μάχη έγινε για -κατ’ επίφαση- άλλες αιτίες έμεινε για πάντα χαραγμένη στην ιστορία.
Το ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωση με τον Θεό, βοήθησε πολύ στις τοιχογραφίες και τις απεικονίσεις των αγγέλων, οι οποίοι όπως ξέρουμε είναι α-σεξουαλικά πλάσματα που διοικούνταν από αιμοδιψείς στρατηγούς για να τους οδηγούν στις μάχες με το κακό. Όλα αυτά, βέβαια, αποτελούν κατάλοιπα των αρχαίων θρησκειών οι οποίες δεν μπορούσαν να ξεχαστούν και τόσο εύκολα.
Μοναδικό είναι το γεγονός ότι η θρησκεία έπαιξε το σημαντικότερο ρόλο ιστορικής οπισθοδρόμησης. Παρόλα αυτά, όσο περισσότερο υπέφερε ο άνθρωπος, τόσο δυνατότερη γινόταν η πίστη του, η οποία δεν ήταν τίποτε άλλο από ωμή ενοχή βγαλμένη απ’ τις εποχές των θεϊκών αυτοκρατόρων και βασιλέων.
Η προσπάθεια να πειστεί ο κόσμος πως με έναν κρίνο ήρθε στη γη ο γιος του Θεού δεν απέχει πολύ από τις πρώιμες ιστορίες των ημίθεων μπάσταρδων που κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας για να μας σώσουν από τέρατα με τα πολλά κεφάλια και τα γαμψά νύχια. Με τη μόνη διαφορά ότι μπήκε δυνατά και το παιχνίδι της νεκρανάστασης, κάτι εξίσου κλεμμένο από την ιστορία της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Μόνο που εκείνες δεν ζητούσαν κάποια σοβαρή αναγνώριση, παρά μόνο ευγνωμοσύνη για την καλή σοδειά και τον ευνοϊκό καιρό. Ίσως να φταίει το ότι πριν κατέβουν για πρώτη φορά στον Άδη δεν βρήκαν τον δικό τους Παύλο.
Τα χρόνια πέρασαν, οι επιστήμες εξελίχθηκαν, όμως ο Θεός, ή Αλλάχ, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή του, ρίζωσε πάνω στην κούραση των πολλών μύθων κι απέκτησε σύντομα πολιτική χροιά. Στην ουσία δεν την είχε χάσει ποτέ, όμως πέρα από μερικές εξαιρέσεις το μοντέλο του θεοκρατικού κράτους δεν ήταν και τόσο γενικευμένο στην αρχαιότητα.
Οι γραφές έγιναν κανόνας ζωής και θανάτου κι οι σκοτεινοί χρόνοι κράτησαν για πάρα πολλούς αιώνες. Ο Θεός-εκδικητής συγχωρούσε τις κρεπάλες και τα ξεσαλώματα των υπηρετών του, σήκωνε λάβαρα πολέμου, κι έκαιγε όποιον υπήρχε υποψία ότι μπορεί να αφυπνίσει τους πεινασμένους. Ή έστω καθέναν και καθεμιά που αμφισβητούσαν αυτήν την παράνοια.
Πρέπει να τονιστεί ότι το φόβητρο του σατανά ήταν μια εξαιρετική έμπνευση για να υποστηριχθεί η απειλή της αμαρτίας, μιας και κανείς -όσο πιστός κι αν ήταν- δεν είχε στα χέρια του απτές αποδείξεις για τα παραδεισένια συννεφάκια και τις παρθένες πάνω σε βουνά από πιλάφι. Εξαίρεση αποτελούν οι θρησκείες που θέλουν τον αμαρτωλό της μιας ζωής να ξαναγεννιέται ως σκουλήκι στην επόμενη. Αυτός την έχει γαμήσει. Άντε να βρεις τρόπο να ζήσεις ως καλό και αγαθό σκουλήκι, για να καταφέρεις κάποια στιγμή να ξαναγεννηθείς ως άνθρωπος. Πίκρα.
Ο ένας και αληθινός Θεός -όχι αυτός των Cylon του Battlestar Galactica- είναι για τον καθένα ο καλύτερος κι ο πιο δίκαιος. Ειδικά για τους φανατισμένους, που τον χρησιμοποιούν ως γνώμονα καλής και κακής συμπεριφοράς όπως αυτοί γουστάρουν. Δυστυχώς για τους δικούς μας εξτρεμιστές, ο χριστιανισμός δίδαξε σε όλο τον πλανήτη πώς είναι να σφάζεις τον άλλον για τη θρησκεία και τον προσηλυτισμό. Κι οι υπόλοιποι δεν έκατσαν με σταυρωμένα τα χέρια. Πήραν όλα τα καλά και συμφέροντα για να τα εφαρμόσουν στις δικές τους κοινωνίες. Έτσι γεννήθηκαν οι Σαρίες και οι διάφοροι άλλοι ανώμαλοι κανόνες για να θυμίζουν ακόμη και σήμερα ότι η Ιερά Εξέταση υπάρχει με άλλη μορφή. Πιο εξελιγμένη.
Όσο περνούσε ο καιρός, ο Θεός εξελισσόταν στη συνειδητή εξήγηση ρατσιστικών και εθνικιστικών αξιών. Τα αρχαία θεοκρατικά καθεστώτα δεν μπόρεσαν να κρατήσουν για πάντα, οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας νέος τρόπος σταθεροποίησης σαδιστικών πρακτικών. Το σοκ του ναζισμού ταρακούνησε τον πλανήτη – έχουν γραφτεί άπειρα βιβλία για την παγανιστική επιρροή στις ναζιστικές πρακτικές. Παρόλα αυτά, όπως είναι γνωστό, το Βατικανό ήταν ένας από τους κυριότερους συμμάχους του Άξονα. Ακόμη κι αν κανείς δεν θέλει να το παραδεχτεί ανοιχτά. Άλλωστε, ένας φασίστας ήταν εκείνος που καθόρισε την τελική του μορφή μετά από αιώνες διαμάχης και πολέμων.
Έτσι λοιπόν ο Θεός μετατράπηκε από όργανο αμφισβήτησης στα χέρια των αντιδραστικών της νέας εποχής, σε υπέρτατο εργαλείο εθνικιστικής αλλοφροσύνης στα σύγχρονα θεοκρατικά καθεστώτα. Ο Θεός ευλογεί μόνο τους γηγενείς και μισεί όλους όσους θέλουν να πηδήξουν τις κόρες μας και να βγάλουν μιγάδες για να μπασταρδέψουν τη φυλή. Ποτέ ξανά δεν υπήρχε τόσο γενικευμένος φυλετικός ρατσισμός όσο αυτός που γεννήθηκε μεταξύ της οριστικής πτώσης του “διαφωτιστικού κόσμου” και της γέννησης της νέας εποχής της βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνολογίας.
Όσο πιο πιστός στο Θεό είναι ο ρατσιστής, τόσο πιο πειστικός γίνεται στο λαό. Γι’ αυτό και οι φασίστες του πλανήτη είχαν πάντοτε με το μέρος τους τούς επίσημους εκπροσώπους της εκκλησίας. Φυσικά, υπήρχαν κι εξαιρέσεις. Ήταν όμως ελάχιστες και δεν επηρέασαν τη γενική εικόνα ούτε κατά διάνοια.
Σήμερα είναι αμαρτία να λες κακό πράγμα για τον Θεό, παρά το γεγονός ότι τα περισσότερα μυστήρια της πλάσης έχουν απαντηθεί. Επιπλέον, ο Θεός έχει αποκτήσει τοπικιστικά χαρακτηριστικά, τα οποία χρησιμοποιούνται από τους πολιτικούς ηγέτες χωρίς καμιά ντροπή. God bless America λένε με πάθος οι Αμερικάνοι, ο Θεός της Ελλάδας θα μας σώσει, λέει ο Βαγγέλης Βενιζέλος κι ο Αντώνης Σαμαράς. Πρέπει να είσαι πολύ βλαμμένος για να πιστεύεις ότι η Ελλάδα έχει τον δικό της Θεό. Κι ακόμη πιο βλαμμένος για να ψηφίζεις κάποιον που λέει ότι έχει μιλήσει ακόμη και με τον Θεό για να του δώσει μια λύση εκτός μνημονίου, αλλά απέτυχε.
Η δήλωση αυτή -η οποία ανήκει στον Αντώνη Σαμαρά, μεταφέρθηκε από δημοσιογράφους και δεν διαψεύστηκε ποτέ- καταδεικνύει με τον πιο γλαφυρό τρόπο τη στροφή που πήραν τα πράγματα από την εποχή που οι γραφές απαγόρευαν στους χριστιανούς να δανείζουν με τόκο: οι οικονομικές συμφωνίες είναι το υπέρτατο Ευαγγέλιο. Πάντοτε ήταν, απλά παλαιότερα δεν υπήρχε η τηλεόραση και ο Γιάννης Πρετεντέρης.
Ο τόκος είναι για τους σύγχρονους θρησκόληπτους ηγέτες μια σφραγίδα τιμής, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί πέρα και πάνω από κάθε άλλη προτεραιότητα. Όποιος αρνείται τα χρέη -ή ακόμη χειρότερα τα αμφισβητεί- αντιμετωπίζεται σαν τις μάγισσες του Μεσαίωνα. Ή τους κομμουνιστές του Χούβερ. Συνιστά απειλή της θεοκρατικής σταθερότητας και σταυρώνεται κάθε πρωί στα περίπτερα και κάθε βράδυ στις 8 από τους σύγχρονους ιεροεξεταστές.
Οικονομική θρησκοληψία το λένε κάποιοι, και δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Άλλωστε, από την αριστοτελική αντίληψη για την τοκογλυφία, ως τους μύθους του Μωυσή με το χρυσό μοσχάρι στο όρος Σινά και του Ιησού με τους αργυραμοιβούς του Ναού του Σολομώντα, διαπιστώνουμε πως αρκετοί είχαν εκφράσει έντονους ενδοιασμούς γύρω από τη θεοποίηση του χρήματος.
Όμως, δυστυχώς, ο καλός Θεούλης δεν υπάρχει. Ποτέ του δεν υπήρχε. Παρόλα αυτά όλοι το παίζανε αδιάφοροι και συνέχιζαν να λένε ότι κάποια στιγμή όλο και κάτι θα γίνει, μόλις βάλει το χέρι Του. Κι αν υποθέσουμε ότι υπάρχει, είναι απορίας άξιο το πώς δεν έχει καταστρέψει ακόμη αυτό το έκτρωμα που ο Ίδιος έφτιαξε.
Όμως, ίσως είναι το ίδιο εγωιστής με εμάς…
Leave a Reply