Αντρέ Ντεραίν, «Λουόμενοι», 1907

Αντρέ Ντεραίν, «Λουόμενοι», 1907

 ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ ΕΧΟΥΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Νίκου Σαραντάκου

Η επικαιρότητα των τελευταίων ημερών ήταν ισόποσα μοιρασμένη, θα μπορούσε να πει κανείς, ανάμεσα σε υγεία και παιδεία, αφού και οι δυο κλάδοι υφίστανται τις επιπτώσεις των μνημονιακών δεσμεύσεων και των συνακόλουθων δρακόντειων περικοπών. Όμως στην παιδεία έχουμε αφιερώσει άλλα δύο σημειώματα (το τελευταίο ήταν τον Σεπτέμβριο του 2010) και, παρόλο που ο πειρασμός της επικαιροποίησης είναι μεγάλος, αφού όσα είχα γράψει τότε ισχύουν και σήμερα, διαλέγω για σημερινό θέμα τα φάρμακα και την υγεία.

Η λέξη «υγεία» στη μορφή αυτή είναι ελληνιστική· ο κλασικός αρχαίος τύπος είναι υγίεια και υγιεία, παράγωγα του επιθέτου υγιής, που είναι ήδη ομηρικό, και σήμαινε αυτόν που βρίσκεται σε άρτια σωματική κατάσταση, που είναι γερός, αλλά είχε από νωρίς και μεταφορικές σημασίες, ας πούμε στον Όμηρο κιόλας βρίσκουμε τη φράση «μύθος … μεν νυν υγιής», δηλαδή ο λόγος ο σωστός, που ταιριάζει στην περίσταση. Από το επίθετο υγιής έχουμε και το αρχαίο υγιηρός, το οποίο εξελίχτηκε σε υγηρός και με την αποβολή του άτονου αρχικού φωνήεντος μάς έδωσε το σημερινό γερός, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια. Και από το ρήμα υγιαίνω, με τον ίδιο τρόπο, προέκυψε το γιαίνω, που κυρίως στην υποτακτική το χρησιμοποιούμε (ώσπου να γιάνει = να θεραπευτεί, να γίνει καλά).

 

Από την υγεία άλλωστε, μέσω του μεσαιωνικού υγειά, και πάλι με αποβολή του αρχικού φωνήεντος, έχουμε το «γεια», τον κοινότατο χαιρετισμό και αποχαιρετισμό (γεια σου, γεια χαρά), που χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ευχετικές ή εγκωμιαστικές φράσεις (γεια στα χέρια σου, με γεια σου κτλ.). Βέβαια, υπάρχει και η ευχετήρια προσφώνηση «εις υγείαν», ιδίως όταν πίνουμε, που κρατάει την καθαρευουσιάνικη φόρμα, υπάρχει και η παραλλαγή «στην υγειά σου».

Την υγεία την έχουμε, και όχι άδικα, περί πολλού. «Υγεία» λέμε μονολεκτικά, εννοώντας ότι μόνο αυτό χρειάζεται να ευχηθεί κανείς στις ανώτερες δυνάμεις, αν υπάρχουν, τα άλλα τα μπορεί και μόνος του. Κι όταν κάτι δεν πάει καλά, για να παρηγορηθούμε, λέμε «Την υγειά μας να ’χουμε» — τα άλλα διορθώνονται. Κι όταν συστήνουμε σε κάποιον κάτι ή τον συμβουλεύουμε, του λέμε «κάνε αυτό να βρεις την υγειά σου», π.χ. «Βάλε Φάιρφοξ να βρεις την υγειά σου».

Για να βρει όμως κανείς την υγειά του, έχει ανάγκη από φάρμακα. Η λέξη φάρμακον είναι ομηρική, και η αρχική της σημασία ήταν φυτό, βοτάνι με θεραπευτικές ιδιότητες. Η ετυμολογία της λέξης έχει ταλαιπωρήσει τους μελετητές· αν δεν είναι δάνειο, μπορεί να προέρχεται από κάποιο αμάρτυρο *φάρμα, παράγωγο του ρήματος φέρω (όπως από το χαίρω έχουμε το χάρμα). Από την αρχική σημασία, η λέξη έφτασε στη συνέχεια να σημαίνει το παρασκεύασμα με θεραπευτικές ιδιότητες, δηλαδή τη σημερινή σημασία, αλλά και το δηλητήριο (αυτό που λέμε στη νεότερη γλώσσα φαρμάκι, που άλλωστε προέκυψε από τη λέξη φάρμακο μέσω του υποκοριστικού φαρμάκιον). Επίσης, στα αρχαία ελληνικά αναπτύχθηκε και μια τρίτη σημασία, του μαγικού φίλτρου και κατ’ επέκταση της μαγείας, της μαγγανείας.

Η αρχαία φαρμακεία ήταν η χρήση δηλητηριώδους φαρμάκου, αλλά και η μαγεία, ενώ η λέξη έχει διατηρηθεί στον ποινικό μας κώδικα: το αδίκημα της φαρμακείας είναι η δηλητηρίαση. Από την άλλη, η λέξη φαρμακείο είναι νεότερη, από το γαλλ. pharmacie, το οποίο βέβαια, μέσω λατινικών, ανάγεται στα ελληνικά. Κι επειδή τα φάρμακα είναι ακριβά, φαρμακείο έχει επικρατήσει επίσης να λέμε και κάθε κατάστημα που έχει πολύ ακριβές τιμές. Ο φαρμακοποιός, πάλι, υπήρχε στην αρχαία γλώσσα, με τη σημασία του παρασκευαστή φαρμάκων, του φαρμακοτρίφτη (λεγόταν άλλωστε και φαρμακοτρίβης), και τον 19ο αιώνα οι λόγιοι ανάστησαν τη λέξη για να τη χρησιμοποιήσουν για το καινούργιο επάγγελμα, που οι εκπρόσωποί του ως τότε λεγόντουσαν σπετσιέρηδες, δάνειο από τα ενετικά (spezier, η ίδια ρίζα όπως και στο αγγλικό special), ενώ το φαρμακείο λεγόταν σπετσαρία. Σε ένα πασίγνωστο δημοτικό, η ανήμπορη κόρη ζητάει «το γιατρό και το σπετσιέρη με τα φάρμακα στο χέρι».

Τα φάρμακα βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης τον τελευταίο καιρό, και ήδη από πέρυσι το καθημερινό μας λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε με μια λέξη που δεν την έχουν ακόμα λημματογραφήσει τα λεξικά: εννοώ τη λέξη γενόσημος, διότι γενόσημα φαρμακα είναι τα φάρμακα που έχουν την ίδια ποσοτικά και ποιοτικά δραστική ουσία με τα αντίστοιχα πρωτότυπα φάρμακα, που κατά κανόνα είναι πολύ ακριβότερα. Ο όρος «γενόσημα φάρμακα» είναι απόδοση του αγγλικού generic drugs και υπάρχει στη γλώσσα μας, και μάλιστα στη νομοθεσία μας, από το 1984, άσχετο αν μόλις πέρυσι έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό.

Οι τσιρίδες και οι συκοφαντίες του υπουργού (οΘντκ) Υγείας ίσως δεν άφησαν να φανεί η ουσία του προβλήματος, που είναι ότι με τις νέες ρυθμίσεις επιχειρείται να μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη όχι ισομερώς αλλά κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη θιγούν σχεδόν καθόλου οι τιμές των ακριβών πρωτότυπων εισαγόμενων φαρμάκων, και να μειωθούν κι άλλο οι τιμές των ελληνικών γενόσημων (που έχουν ήδη μειωθεί πολύ). Τα γενόσημα καθαυτά δεν βλάφτουν, την υγεία την πειράζει σοβαρά η γενόσημη δημοκρατία μας που μας ποτίζει μνημονιακό φαρμάκι.

*οΘντκ: ο Θεός να τον κάνει

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας, μεταφραστής και κατοικοεδρεύει στα sarantakos.wordpress.com και στo www.sarantakos.com

Πηγή : ενθέματα