Πάμπλο Πικάσο, "Κλωντ και Παλόμα", 1954 Πάμπλο Πικάσο, “Κλωντ και Παλόμα”, 1954

Πάμπλο Πικάσο, “Κλωντ και Παλόμα”, 1954

Του Μάκη Κουζέλη

Αφορμή για τις σκέψεις που ακολουθούν θα μπορούσε να είναι το πανεπιστήμιο που σήμερα βάλλεται, το πανεπιστήμιο για το οποίο δεν βρίσκει να πει λέξη ο λόγος του αντιπνευματικού μίσους, το πανεπιστήμιο που πολλοί για χρόνια στηρίζουμε σε χαμηλούς τόνους με ερευνητικό μεράκι και διδακτική έγνοια, το πανεπιστήμιο εκείνης της νέας μορφωμένης γενιάς με τα υψηλά προσόντα που το κράτος αγνοεί και οι «ειδικοί» λοιδορούν. Κι αν δεν ήταν η αφορμή, ήταν σίγουρα το φόντο.

Βρέθηκα, χωρίς να το συνειδητοποιώ, να σκέφτομαι για αυτό το πανεπιστήμιο, συμπαρουσιάζοντας πριν μερικούς μήνες ένα περίεργο βιβλίο, με τίτλο Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα, από δεκαέξι συγγραφείς και σε επιμέλεια του Αριστείδη Μπαλτά και του Κώστα Στεργιόπουλου (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).

Ούτε τότε, ούτε τώρα τόλμησα να εκθέσω «τι λέει». Δεν είναι άλλωστε ένα βιβλίο του οποίο μπορεί κανείς εύκολα να παρουσιάσει το «περιεχόμενο». Είναι υπερβολικά εκτενές, σύνθετο και πολυπρόσωπο. Αποτελεί όμως, ή μάλλον τεκμηριώνει, ένα εγχείρημα που αξίζει ιδιαίτερης προσοχής, ένα εγχείρημα ζωντανό –με την έννοια που μιλάμε για «ζωντανή αναμετάδοση». Ο τόμος είναι και ταυτοχρόνως κάνει, εκθέτει και θέτει σε λειτουργία ένα διδακτικό πρόγραμμα, κατά το πρότυπο του «επιστημονικού προγράμματος». Συνιστά ένα διδακτικό εργαστήριο, με το κείμενό το να δρα και να δρα ως μάθημα.

Τις αντιδράσεις μου θα καταγράψω λοιπόν, τις αντιδράσεις μου απέναντι στο ιδιότροπο αυτό εγχείρημα, το τυπωμένο διδακτικό εργαστήριο. Θα μιλήσω για το «τι κάνει» το βιβλίο, «τι κάνει» ο τόμος-σεμινάριο.

***

Καταρχάς για τη θέση του υλικού σε σχέση με αυτό που το βιβλίο υπόσχεται πως θα αφηγηθεί. «Φιλοσοφία και επιστήμη στον εικοστό αιώνα» λέει στο εξώφυλλο, διατηρώντας μια φαινομενική ασάφεια. Κι όμως, αυτή η δήλωση διττού περιεχομένου δεν είναι ούτε υποτονική ούτε υπερβολική περιγραφή. Αυτό το «και» πραγματεύονται στη σύνθεσή τους τα κείμενα ή μάλλον ο τόμος ως συναρμολόγηση των επιμέρους κειμένων. Πραγματεύονται εντός του εικοστού αιώνα το διαδοχικό πέρασμα από την επιστημονική ανατροπή στη φιλοσοφική υποδοχή, την επεξεργασία, την αμφισβήτηση, την αναδιάταξη του πεδίου της φιλοσοφίας, τη συγκρότηση των κλάδων που εξετάζουν  την επιστημονική παραγωγή. Και πραγματεύονται αυτόν τον φορτισμένο διάλογο επιστήμης και φιλοσοφίας από την μάλλον απρόσμενη σκοπιά της κατοπτρικά αντεστραμμένης σύνδεσης.

Αν και μας δίνουν δηλαδή μια λεπτομερή εικόνα –ή μάλλον μας παρέχουν το υλικό για να φτιάξουμε εμείς οι ίδιοι, ως διδασκόμενοι μελετητές, μια τέτοια πλήρη εικόνα– της συγκρότησης και πορείας κλάδων που, ξεκινώντας από τη φιλοσοφία, αξιώνουν να περιγράψουν τη δομή, τη λογική και την ιστορία των επιστημών, η ιδιότροπη ματιά της συναρμολόγησης μας υπενθυμίζει την αφετηριακή της υπόθεση: τη διαμόρφωση και εναλλαγή φιλοσοφικών θεωριών και συστημάτων ως απόκριση σε επιστημονικές εξελίξεις. Οι αναδιατάξεις της φιλοσοφικής προβληματικής κινητοποιούνται πρωτίστως από την επιστήμη και τις επαναστάσεις της, από την ανάδυση νέων επιστημονικών ηπείρων και από την αργή καταπόντιση παλαιότερων. Και κατά την ιδιοτυπία του εγχειρήματος που αποτυπώνει ή μάλλον συνοδεύει ο τόμος, η σχέση αυτή ισχύει ακόμα και στο πεδίο εντός του οποίου καταγράφεται ακριβώς η αντίστροφη σχέση, εντός του ιδιαίτερου πεδίου των φιλοσοφικών κλάδων που πραγματεύονται την επιστήμη.

Παρακολουθούμε δηλαδή την ανάδειξη των υποδειγμάτων που θεματοποιούν την εξωτερική ιστορία της επιστήμης, που διεκδικούν –από τη θέση της φιλοσοφικής εκπροσώπησης του Λόγου– να παρέμβουν κανονιστικά στη μεθοδολογία και οργάνωση της επιστημονικής πρακτικής ή και υποδειγμάτων που μας αποκαλύπτουν πώς διαμορφώνεται ο πολιτισμικός (φιλοσοφικά συμπροσδιορισμένος) ορίζοντας, εντός του οποίου οι επιστήμονες σκέπτονται και δρουν επιστημονικά· παρακολουθούμε πώς προκύπτουν και διαφοροποιούνται αυτά τα φιλοσοφικά παραδείγματα ως υπερπροσδιορισμένα από τις μεταβολές στην ίδια την επιστήμη.

***

Είπα «μεταβολές στην ίδια την επιστήμη» και συμπληρώνω, την φυσική επιστήμη. Προσθέτω τον προσδιορισμό για να θυμίσω πως το πράγμα γίνεται πιο περίπλοκο, αλλά και το έδαφος ακόμα πιο γόνιμο, μόλις προσθέσουμε τις κοινωνικές επιστήμες ή μάλλον μόλις διευρύνουμε την έννοια της επιστήμης ώστε να τις συμπεριλάβει, μόλις εντάξουμε στο σχήμα των επιδράσεων και αποκρίσεων την ανάδυση των επιστημονικών πεδίων της κοινωνίας, της ιστορίας, της γλώσσας, του ασυνείδητου. Γιατί βέβαια αυτών των κλάδων τα εννοιολογικά εργαλεία αλλά και η αφετηριακή προβληματοθεσία δεν μπορούν να διακριθούν από τη φιλοσοφία.

Μια τέτοια κίνηση, η επιμελητές την υπόσχονται για το επόμενο τόμο, εκείνο που θα αποτυπώνει ή και θα συνοδεύει το εαρινό πρόγραμμα του «Φιλοσοφία και επιστήμη». Σημειώνω όμως, ως πρόκληση, πως σε αυτή την υπόσχεση, όπως την υπαινίσσεται ο πρόλογος περιγράφοντας το ομότιτλο υφιστάμενο μεταπτυχιακό μάθημα, απουσιάζει εμβληματικά η κοινωνιολογία, ή παραπέμπεται στα αποσιωπώμενα ελάσσονα – και σε κάποιο βαθμό ίσως και ο Μαρξ.

Η πρόκληση υπηρετεί το ίδιο το εγχείρημα, καθώς στοχεύει σε ό,τι το καθιστά πρωτότυπο ως τόμο-σεμινάριο. Μιλάμε πολύ για το ιστορικό, το κοινωνικό, το πολιτισμικό πλαίσιο, εντός του οποίου παράγεται επιστήμη. Ο τόμος-σεμινάριο στοιχειοθετεί, σχηματικά, την αντίστροφη πλαισίωση: τον επιστημονικό ορίζοντα διάταξης και αναδιάταξης των φιλοσοφικών συγκρούσεων, συγκρούσεων που βέβαια μεταφέρουν στη θεωρία ανταγωνισμούς και ρήξεις κοινωνικούς, ιστοτικούς και εν πολλοίς και πολιτικούς.

Ο τόμος-σεμινάριο στοιχειοθετεί λοιπόν μια πορεία διαδοχικής αμοιβαίας ανασυγκρότησης μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, που γίνεται ριζικά πυκνότερη αν κανείς συμπεριλάβει τις κοινωνικές επιστήμες. Γιατί αυτές όχι μόνο επεξεργάζονται προϋπάρχοντες όρους φιλοσοφικών διακρίσεων και φιλοσοφικές εννοιολογήσεις, αλλά και συνδιαμορφώνουν παρεμβαίνοντας το πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται, στο σύνολό τους, οι θεωρητικές πρακτικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές. Συνδιαμορφώνουν το πλαίσιο ως ιστορικό.

***

Ιστορία λοιπόν. Μια ιστορία εκθέτει ο τόμος, όπως ξεδιπλώνεται στο υφιστάμενο μεταπτυχιακό σεμινάριο. Αλλά μια ιστορία όχι απαραίτητα ευθύγραμμη – πολύ συχνά η αφήγηση των επιδράσεων και αποκρίσεων παλινδρομεί στο συμβατικό χρονικό άξονα. Μια ιστορία με συμπυκνώσεις και ασυγχρονίες, ασύμμετρες αναπτύξεις και αναδρομές. Η ιστορικότητα της διαγραφόμενης σχέσης μεταξύ επιστήμης, φιλοσοφίας και φιλοσοφίας της επιστήμης δεν είναι συμβατική, ούτε ανάγεται σε στεγανά οροθετημένους χώρους – της εσωτερικής πορείας και των εξωτερικών επιδράσεων.

Κι όμως, ό,τι συνιστά μια ιστορική έκθεση των μορφών που παίρνει αυτή η σχέση στον εικοστό αιώνα αποτελεί συναρπαστική αφήγηση – διδακτική ακριβώς ως συναρπαστική. Καθώς η ανάγνωση μας μεταφέρει και μας εγκαθιστά στο εσωτερικό ενός σεμιναρίου, μαθαίνουμε. Το υλικό είναι πλούσιο, είναι πολύ καλά επιλεγμένο και είναι δουλεμένο. Δουλεμένο από μια θέση κατοχής της γνώσης, του κλάδου, με μια διαλογική-διδακτική πρόθεση και με ένα άμεσα διακριτό μέλημα να δώσει, να εξηγήσει, να αποσαφηνίσει, να κάνει κατανοητό το διακύβευμα.

Θα περίμενε κανείς ότι ο τόμος απλώς συλλέγει δευτερογενώς, ότι μιλάει «από δεύτερο χέρι», επειδή συνοψίζει και εκθέτει θεωρίες και κείμενα άλλων, διαμάχες συζητημένες. Κι όμως, ακριβώς για αυτό εκθέτει απολύτως πρωτογενές υλικό: το διδακτικά-ερευνητικά ή έστω αυτο-διδακτικά αναπλαισιωμένο υλικό που συνθέτει μια πορεία, την πορεία της σχέσης επιστήμης και φιλοσοφίας, έτσι όπως την μελετά και την ανασυγκροτεί ένα ερευνητικό εργαστήριο. Κι αυτή η σύνθεση είναι απολύτως πρωτότυπη.

Είναι πρωτότυπη και επειδή ο τρόπος με τον οποίο προέκυψε, ως συνοδευτική συνθήκη ενός σεμιναρίου, της υπαγόρευσε μια μορφή αποσπασματική, ασυνεχή. Η σύνθεση που μας προσφέρει το βιβλίο πληροί τον σπάνιο όρο να συνιστά μια συστηματική ανάπτυξη βάσει αυτόνομων και δομικά συναρτημένων –δηλαδή συναρμολογημένων στη βάση ενός διαλεκτικά εκτυλισσόμενου νήματος– μελετών περίπτωσης. Εδώ έγκειται η πρωτοτυπία και η ιδιαίτερη αξία: στην έκθεση συναφειών και συνδέσεων υπό τη μορφή ειδικών, εστιασμένων μελετών. Ειδικών όμως και μεμονωμένων περιπτώσεων που εκτίθενται  από την ειδική σκοπιά της υπό συγκρότηση σύνδεσης μεταξύ επιστήμης και φιλοσοφίας, ως επεισόδια μια ακόμα όχι πλήρως εξιχνιασμένης υπόθεσης. Και βεβαίως κατ’ ανάγκη η εμμέσως συγκροτούμενη συνδετική αφήγηση είναι ορθώς ατελής και κυρίως ανοικτή. Προσκαλεί σε συμμετοχή.

***

Κάτω από την πρόδηλη εξιστόρηση διαπιστώνουμε όμως και μια άλλη, για άλλους λόγους κρίσιμη.

Ο τόμος δείχνει, και μάλιστα δείχνει και επιτελεστικά, δείχνει –και συμβάλλει σε– μια γενεαλογική συγκρότηση δύο επιστημονικών τομέων: εκείνον της ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών και εκείνον των κοινωνικών σπουδών επιστήμης και τεχνολογίας. Σημειώνω πως οι όροι στοιχειοθέτησης μιας κλαδικής ιστορίας είναι όροι του ίδιου του κλαδικού παραδείγματος. Το τι είναι και πώς θα διαμορφωθεί η φιλοσοφία της επιστήμης εξαρτάται και από το ποιοι αναφέρονται και αναγνωρίζονται ως πρόγονοί της, από το ποια συστατικά ερωτήματα, προβλήματα προς επίλυση γίνονται αποδεκτά ως ανήκοντα στην επικράτειά της. Πρόκειται για το πού και υπό ποιους όρους θα αναδιοργανωθεί το πεδίο της φιλοσοφικής διαμάχης που εμπλέκει την επιστήμη (ερμηνεύοντας, αξιολογώντας και ανατροφοδοτώντας τις ανατροπές που εκείνη επιφέρει στη σχέση μας με τη φύση και την κοινωνία).

Η επιστημολογική κρίση για το κλαδικό καθεστώς αυτής της διαμάχης (το αν θα διεξαχθεί στον έναν ή τον άλλον από τους πρόσφατους κλάδους ή κάπου αλλού) είναι φιλοσοφικά –κι αυτό σημαίνει και πολιτικά– κρίσιμη. Με αυτή την έννοια ο τόμος αποτελεί ουσιώδες μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος.

Μια ως προς αυτό, μια σημαντική υποσημείωση. Σύμφωνα με τον πρόλογο των επιμελητών «οι εργασίες που δημοσιεύονται εδώ δεν αποτελούν απλώς μαρτυρία του πώς μια ολόκληρη γενιά φιλοσόφων και ιστορικών της επιστήμης και της τεχνολογίας (η πρώτη που μορφώθηκε με δασκάλους της ημεδαπής) ήρθε αντιμέτωπη με τη φιλοσοφία των επιστημών και συνέβαλε στην εγχώρια πρόσληψη και στην παραπέρα ανάπτυξή της. Οι εργασίες καθαυτές αποτελούν πρωτότυπη συμβολή στην κατανόηση των σχέσεων επιστημών και φιλοσοφίας, δίχως να υπολείπονται σε πληρότητα ή επάρκεια από επαγγελματικού επιπέδου εργασίες της διεθνούς σκηνής». Έχουμε επομένως πράγματι την επιστημονική κοινότητα που θα διεξάγει σε μας τη διαμάχη για το καθεστώς της φιλοσοφικής απόκρισης στις επιστημονικές εξελίξεις. Φτιάχτηκε, μορφώθηκε. Την έφτιαξαν. Και την έφτιαξαν δάσκαλοι σαν αυτούς του τόμου, σαν τον Μπαλτά. Στα προς διάλυση απαξιωμένα δημόσια πανεπιστήμιά μας.

***

Πρωτοτυπία και υψηλό επίπεδο αποδίδουν οι επιμελητές στα κείμενα του τόμου. Από τη σκοπιά μου, το πιο εντυπωσιακό και συνάμα πολύτιμο είναι η καθαρότητα της παρουσίασης, η διαύγεια και σαφήνεια των εξηγήσεων και συναφειών για θέματα απαιτητικά και περίπλοκα. Το αποτέλεσμα δε της συναρμολόγησης αποδίδει σπάνια ευκρίνεια στο περιεχόμενο κατά τα άλλα δύστροπων φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων.

Ευκρίνεια απολύτως κρίσιμη για το διδακτικό πρόταγμα του τόμου-σεμιναρίου. Η εκάστοτε επιχειρηματολογία, η εσωτερική λογική της κάθε θεωρίας, της υπό μελέτη, αρχικά μεμονωμένης, περίπτωσης, το φιλοσοφικό ζήτημα και το θεωρητικό διακύβευμα καθίστανται ορατά, παρακολουθήσιμα — και μάλιστα αναγνωρίσιμα ως προς τη συμβολή τους σε αυτό που αναδεικνύεται ως συνολική πορεία της σύνδεσης επιστήμης και φιλοσοφίας.

Κι εδώ αυτό που οι επιμελητές αποκαλούν «πείραμα», το πείραμα αυτομόρφωσης που καλεί τους εκπαιδευόμενους να παραγάγουν το υλικό εκπαίδευσής τους, αποδεικνύεται απολύτως επιτυχές και εμφατικά διδακτικό ως παράδειγμα.

Οι συγγραφείς, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες, όπως σημειώνουν οι επιμελητές, «είναι σε θέση να γνωρίζουν καλύτερα από τον καθέναν τα κενά που συνάντησαν και τις αδυναμίες όπου σκόνταψαν και άρα τις ανάγκες του μαθήματος». Εκτός τούτου όμως, αυτές ακριβώς οι αδυναμίες και τα κενά, τα παιδαγωγικά εμπόδια, τους έδωσαν εμφανώς τη δυνατότητα να διακρίνουν τις κρίσιμες όψεις όσων κλήθηκαν να εκθέσουν. Κι αυτό φαίνεται.

Ο Μάκης Κουζέλης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Πηγή : ενθέματα