110657-makridakisdfpdodpifugdyifgdyiugfhdgΤου Γιάννη Μακριδάκη

Όλες αυτές τις μέρες ένας πόνος βουβός σιγοβράζει μέσα μου, ψάχνει τρόπο να απλώσει, να με κυριεύσει και να βγει, να εκφραστεί αλλά μάταια.

Η οργή επιβάλλεται και τον σπρώχνει στης ψυχής τα βαθιά, δεν τον αφήνει να με κυριέψει, να σπάσω.

Ο νους παίρνει το πάνω χέρι και φέρνει σκέψεις πολιτικές στο προσκήνιο, νομίζει πως θα κατανικήσει την ψυχή, θα την κάνει να ξεχάσει, νομίζει πως μπορεί να περιορίσει ή να εξαφανίσει το συναίσθημα.

Δεν είδα το εξώφυλλο με την φωτογραφία του ξεψυχίσματος, δεν τόλμησα, ο νους μου δεν μ’ άφησε. Ήξερα ότι θα ξεχυθεί ο πόνος άπλετος από μέσα μου αν δω το παλικάρι να φεύγει, αν δω το κορίτσι να κρατάει στην αγκαλιά της, σαν Παναγιά, την ανθρωπότητα όλη.

Παρακολούθησα μέχρι σήμερα με ανάμικτα επιφανειακά συναισθήματα τα επακόλουθα της θυσίας του Παύλου Φύσσα και δεν κατανοούσα τι ακριβώς είναι αυτό που στο βάθος με κατατρώει, με φουσκώνει, μου βαραίνει το στήθος

Μέχρι που, πριν από λίγο, δεν ξέρω πώς, με οδήγησε η ψυχή μου μάλλον,για να μην εκραγώ, κι έβαλα ν’ ακούσω τον Επιτάφιο, ξέσπασα εκεί στην πενιά του Μίκη, λύθηκα με την φωνή του Μπιθικώτση, ανέβηκε ο πόνος ψηλά και βγήκε, χείμαρρος, να πνίξει το χωριό, την Ελλάδα, τον κόσμο όλον των ανθρώπων τον άπονο.

Στον Παύλο που έπεσε και στην Χρύσα που σήκωσε το άγος των ανθρώπων στα χέρια της