Ο κύριος Ν ήταν ένας κανονικός άνθρωπος.

Με δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, ένα κεφάλι, χίλια πρόσωπα και μια καρδιά. Ο κύριος Ν είχε ένα μικρό σπίτι στην πόλη. Εκεί ζούσε με τη σύζυγο και τα δυο παιδιά τους. Ήταν μια σκοτεινή αφιλόξενη πόλη. Η ατμόσφαιρά της ήταν γεμάτη νέφος.

Ο κύριος Ν είχε βρει έναν τρόπο για να αντέξει τον δηλητηριασμένο τόπο του. Έδινε κάθε μέρα στον εαυτό του – μαζί με το φαγητό – μια σταγόνα δηλητήριο.

Το φαρμάκι μέσα στο αίμα, του προξενούσε στην αρχή αφόρητους πόνους. Οι συσπάσεις παραμόρφωναν το πρόσωπο. Η όψη του γινόταν φρικτή. Με τον καιρό, όμως, συνήθιζε. Όχι μόνο τους πόνους, αλλά την ασχήμια του παραμορφωμένου του προσώπου. Δεν έκανε κάτι κακό, κάτι επιλήψιμο. Απλώς προστάτευε τον εαυτό του.

Οι ουσίες είχαν μπει για τα καλά στη ζωή του.

Ο κύριος Ν είχε ακούσει, ήξερε πια για τα δηλητήρια.

Αλλά δε μπορούσε να κατανοήσει τη δύναμή τους.

Ο κύριος Ν άρχισε να δίνει και στα παιδιά του δηλητήριο. Κάθε μέρα η απαραίτητη μικρή δόση. Δεν έκανε κάτι κακό, κάτι επιλήψιμο. Απλώς τα προστάτευε. Προστάτευε την οικογένειά του από τους κινδύνους μιας σκληρής, άγριας εποχής.

Ο κύριος Ν συνάντησε κι άλλους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν για τα δηλητήρια ως μέσο προστασίας απ’ την τοξική ζωή τους. Στις συναθροίσεις τους, ο κύριος Ν άκουγε αποσπάσματα από  την «Ένδοξη Ιστορία των Δηλητηρίων»- από τον ογκωδέστατο πρώτο τόμο αλλά και απ’ τον δεύτερο. Άκουγε αναλύσεις για τη δικαιολογημένη χρήση των δηλητηρίων και για το πόσο αυτή θα οδηγούσε κάποτε τη νέα γενιά σ’ έναν κόσμο χωρίς τοξικό φόβο.

Ο κύριος Ν είχε ακούσει, ήξερε πια για το παρελθόν.

Ο κύριος Ν είχε ακούσει, ήξερε πια για το μέλλον.

Αλλά δε μπορούσε να κατανοήσει το παρόν του.

Και από τη μέρα που κουράστηκε να μην μπορεί να κατανοεί – και δεν μπορούσε να το παραδεχτεί πουθενά, ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό- αποφάσισε να αρκεστεί σ αυτά που άκουγε και ήξερε. Κι οτιδήποτε έβλεπε -πριν καν γίνει εικόνα- ήταν ήδη αυτό που είχε ακούσει κι αυτό που ήξερε.

Ο κύριος Ν αύξησε τη δοσολογία της χημικής ουσίας προς τον ίδιο και προς την οικογένειά του. Αν δοκιμάσεις το δηλητήριο και δεν πεθάνεις αμέσως, τότε αρχίζεις να πιστεύεις πως δεν είσαι ασήμαντος πια. Πως έχεις διαφορετικές δυνάμεις. Κι αρχίζεις και τρέφεσαι από αυτό.

Οι μορφασμοί στα πρόσωπα γίνονταν, πλέον, μόνιμοι. Και ο πόνος γινόταν υποφερτός μόνο όταν γινόταν και πόνος του άλλου. Ο κύριος Ν άρχισε να χωρίζει τους ανθρώπους σ’ εκείνους που είχαν δηλητήριο στο αίμα τους και σε κείνους που δεν είχαν. Τα πράγματα μοιάζουν απλά – χωρίς την ανάγκη κατανόησης- όταν χωρίζονται σε στρατόπεδα.

 

Ο κύριος Ν είχε ακούσει, ήξερε για το Κακό.

Αλλά δε μπορούσε να κατανοήσει πως το πραγματικό Κακό δεν στρατολογεί τέρατα, αλλά κανονικούς ανθρώπους, όπως ο ίδιος.

Είχε αποφασίσει να κηρύξει πόλεμο σ’ εκείνους που ‘χαν διαφορετική όψη και διαφορετικό αίμα. Η δηλητηριασμένη πόλη δικαιολογούσε κάθε καχύποπτη σκέψη, κάθε αγριεμένη όψη, κάθε πολεμική πράξη.

Ο κύριος Ν είχε ακούσει, ήξερε πια για τους εχθρούς.

Αλλά δε μπορούσε να κατανοήσει τι σημαίνει πραγματικά πόλεμος.

Ο κύριος Ν παρατηρούσε ,περήφανος πλέον, τα παιδιά του να πονούν άλλα παιδιά. Γιατί έτσι μόνο θα γίνονταν κανονικοί άνθρωποι του μέλλοντος. Με δυο χέρια, δυο πόδια, δυο μάτια, χίλια πρόσωπα, χωρίς καρδιά.

Κι έτσι συνέχισε τη ζωή του. Το ίδιο και τα παιδιά του.

Με δηλητήριο, εχθρούς και πόνο.

Κι όλα όσα έκανε, έμοιαζαν δίκαια στη πικρή – σαν δηλητήριο – ζωή τους.

Όμως μια μέρα –ίσως ήταν και νύχτα -ο κύριος Ν πέθανε.

Μια νύχτα – ίσως ήταν και μέρα – και τα παιδιά του κυρίου Ν πέθαναν. Το ίδιο και τα εγγόνια του. Πιο μετά και τα δισέγγονα. Ο πανδαμάτωρ χρόνος είναι αμείλικτος. Ακόμα και μ’ εκείνους που νιώθουν προσωρινά παντοδύναμοι.

Και περιέργως δεν συνέβη τίποτα ξεχωριστό, εντυπωσιακό, τίποτα μυθιστορηματικό πάνω από τους τάφους τους, τίποτα που θα έκανε πιο γλαφυρή και πιο ενδιαφέρουσα την περιγραφή μου. Δεν φύτρωσε κανένα μαύρο λουλούδι, τίποτα λογοτεχνικό που να θυμίζει δηλητήρια και πόνο. Απλώς πέθαναν. Όπως γεννιούνται και πεθαίνουν δισεκατομμύρια άνθρωποι, όλοι τους με το ίδιο ακριβώς κόκκινο χρώμα στο αίμα, πριν εκείνο πήξει και μετά χαθεί. Για πάντα.

Πέρασαν χρόνια από τότε.

Πολλοί ήταν αυτοί που είχαν ακούσει, που ήξεραν πια για τον κύριο Ν. Αλλά δε μπορούσαν να κατανοήσουν γιατί έπρεπε να θυμούνται την ιστορία του.

Κι εμένα δε μου ήταν άγνωστος.

Είχα ακούσει, ήξερα για εκείνον.

Αλλά δε μπορούσα να κατανοήσω… πως ίσως ο κύριος Ν να ήμουν πια εγώ.

Γράφει ο Πέτρος Κουμπλής

πηγή : aixmi.gr