Ακολουθούν 2 άρθρα – κοσμήματα από τον αθλητικό τύπο από τον Νίκο Παπαδογιάννη και το gazzetta.gr και από τον Χρίστο Χαραλαμπόπουλο και την sportday (sday.gr)

Πέσε Ηλία να πάρουμε πέναλτυ…

Του Νίκου Παπαδογιάννη

Παρακολουθούσα τις συγκινητική συνέντευξη του Ηλία Ηλιάδη χθες βράδυ στην ΕΡΤ, διάβαζα τα σχόλια όσων δήλωναν «εθνικά υπερήφανοι» για το πρώτο μετάλλιο και αναρωτιόμουν πόσο ψηλά ή χαμηλά έδειξε η βελόνα του ελληνόμετρου των πατριδοκάπηλων που εσχάτως λυμαίνονται την ταλαίπωρη ελληνική κοινωνία…

Η ιστορία του Ηλιάδη είναι γνωστή σε όλους, από τα δημοσιεύματα του «Βήματος» και της «Ελευθεροτυπίας» το 2004.

Τον φέραμε από τη Γεωργία το 2002, όταν τον υιοθέτησε ο Ομοσπονδιακός προπονητής του τζούντο, ομογενής Ελληνας του Πόντου ο ίδιος (και κάτοικος Ελλάδας από το 1993), Νίκος Ηλιάδης.

Το πραγματικό όνομα του νεαρού, Τζαρτζίλ Ζβιανταουρί, κλειδώθηκε σε ένα συρτάρι, μαζί με το γεωργιανό του διαβατήριο και την οικογενειακή του κληρονομιά. Δεν μιλούσε φυσικά ούτε λέξη ελληνικά.

Ο θρύλος λέει ότι το 2004, στα Λιόσια, παρακολούθησε την προσπάθειά του και ο βιολογικός πατέρας του «Τζάρτζι», άγνωστος μεταξύ αγνώστων.

Οι Γεωργιανοί δημοσιογράφοι πανηγύρισαν το χρυσό μετάλλιο του Ηλιάδη σαν να ήταν δικό τους, όπως πανηγύριζαν τα αντίστοιχα του Κάχι Καχιασβίλι. Ο Ζουράμπ Ζβιανταουρί, εξάδελφος του Ηλία, κατέκτησε και αυτός χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα, στην κατηγορία των -81 κιλών.

Λέγεται μάλιστα ότι ο Ηλίας είναι γεννημένος όχι το 1986, αλλά το 1982. Θα ήταν νομικά αδύνατη η υιοθέτηση του, εάν υπέβαλλε την αίτησή του σε ηλικία μεγαλύτερη των 18 ετών.

Ο ίδιος διαψεύδει μετά βδελυγμίας αυτόν τον ισχυρισμό και δέχεται ευχαρίστως να υποβληθεί σε τεστ dna ώστε να αποδειχθεί η πραγματική του ηλικία. Δεν έχει πια σημασία.

Ούτως ή άλλως, η ελληνική πολιτεία δέχθηκε ως νόμιμα τα χαρτιά του και έντυσε τον Γεωργιανό αθλητή στα μπλε, λίγο πριν το Πανελλήνιο Πρωτάθλημα τζούντο του 2002 και δύο χρόνια πριν τους Αγώνες της Αθήνας.

Μέσα στις 3 Ολυμπιάδες που ακολούθησαν, ο Ηλιάδης/Ζβιανταουρί ανταπέδωσε το χατίρι κατακτώντας δύο μετάλλια για λογαριασμό της καινούριας του πατρίδας. Μάλιστα, στο Πεκίνο ήταν και σημαιοφόρος της ελληνικής αποστολής.

Το πανηγύρισαν το μετάλλιο του Ηλιάδη οι όψιμοι θεματοφύλακες της ελληνικότητας ή μήπως το θεωρούν ξενόφερτο και κάλπικο;

Όχι, ο Ηλίας Ηλιάδης δεν είναι Ελληνας εξ αίματος. Εγινε Ελληνας με νόμιμη υιοθεσία και απέκτησε την –τρομάρα μας- νεοελληνική παιδεία στους ξενώνες του Αγίου Κοσμά, στο φτωχικό σπίτι όπου έζησε, στα γυμναστήρια όπου έχυσε τόννους ιδρώτα, στα στάδια όπου φόρεσε –και τίμησε- το εθνόσημο.

Είναι λιγότερο Ελληνας ο Ηλιάδης από τον Σιδέρη Τασιάδη, που κατέκτησε μετάλλιο στο κανό-καγιάκ και το αφιέρωσε εξ ολοκλήρου στην καινούρια του πατρίδα, τη Γερμανία; «Η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ το παραμικρό για μένα», είχε πει σε συνέντευξή του στο Protagon πριν τους αγώνες.

Είναι λιγότερο Έλληνας ο Ηλιάδης, από τον Κώστα Λουλούδη που ανέβηκε στο βάθρο της κωπηλασίας ντυμένος με τα χρώματα της Μεγάλης Βρετανίας; Ο νεαρός από την Ανδρο ζει μόνιμα στην Αγγλία και σπουδάζει στην Οξφόρδη.

Είναι λιγότερο Έλληνας ο Ηλιάδης από την Βούλα Παπαχρήστου, που πιστεύει ότι το ελληνιλίκι στοιχειοθετείται με εθνικιστικούς τσαμπουκάδες, ρατσισμό και ξενοφοβία; Από τη Χαλκιά, με το υποτιθέμενο “ανώτερο dna των Ελλήνων”; Από τους αρχιερείς του made in Greece ντόπινγκ;

Συγγνώμη, αλλά όχι. Όχι. Καλό Ελληνα θεωρώ εγώ αυτόν που χαρίζει όλη του την ψυχή στη χώρα, ακόμα και αν έχει στις φλέβες του αίμα κάποιας άλλης πατρίδας. Εκείνον που ζει με επιχείρημα τον τίμιο ιδρώτα του και όχι τον αποχαυνωμένο προγονολάτρη.

Όποιος θελήσει να αμφισβητήσει την ελληνικότητα του Ηλία Ηλιάδη ή του Κάχι Καχιασβίλι ή και του Πύρρου Δήμα θα ήταν καλό να το κάνει πρόσωπο με πρόσωπο, αντρίκεια και όχι κρυμμένος στην ασφάλεια του μαυροντυμένου πλήθους, αυτού που (τι ντροπή…) προσφέρει «αίμα και τρόφιμα μόνο για βέρους Ελληνες».

Με προσοχή, όμως. Εχουν πολύ βαρύ χέρι ο Ηλίας και ο Πύρρος.

Λίγες ημέρες πριν τους Αγώνες του Λονδίνου, ο δις Ολυμπιονίκης της πάλης Μπάμπης Χολίδης, ομογενής Ελληνας από το Καζαχστάν, είπε μία εύστοχη κουβέντα, με τα ακόμη σπασμένα ελληνικά του. «Πρώτα δίνεις και μετά παίρνεις», τόνισε με νόημα.

Στην περίπτωση των αθλητών ισχύει βεβαίως το πρωθύστερο σχήμα, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ουσία. Ο Χολίδης, χάλκινος στο Λος Αντζελες και στη Σεούλ, χάρισε στην Ελλάδα πολύ περισσότερα από όσα εκείνη του έδωσε. Το ίδιο ισχύει για τον Ηλιάδη και για πολλούς άλλους, αν και –όπως είναι φυσικό- υπήρξαν και παρατράγουδα.

Δεν μιλάω εδώ για εγκληματίες ή παραβατικούς, αλλά για ανθρώπους που ψάχνουν απεγνωσμένα μία καλύτερη ζωή, όπως είναι οι περισσότεροι μετανάστες, εδώ και αλλού.

Η ακοντίστρια Σάβα Λίκα ήρθε από την Αλβανία στην Αθήνα περπατώντας και συνεχίζει να τιμά τον ελληνικό αθλητισμό, μολονότι πλησιάζει τα 45 της, με το συμπάθιο. Άλλοι πέρασαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα με σλάλομ ανάμεσα σε σφαίρες. Ο Πύρρος ζούσε χρόνια με τον αδελφό του σε ένα ανήλιαγο υπόγειο στη Σόλωνος.

Ο Ηλίας Ηλιάδης ήταν από τους τυχερούς, αλλά για κάθε Ηλιάδη υπάρχουν και δεκάδες μη προνομιούχοι, που επιβιώνουν με ψίχουλα αλλά δουλεύουν σαν σκυλιά. Στη δική τους περίπτωση, δεν διαφέρει πολύ ο αθλητής από τον αγρότη ή τον εργάτη.

Ρωτήθηκε ο Ηλιάδης, χθες, ποιο μήνυμα θα ήθελε να περάσει στους υπόλοιπους Ελληνες. «Όταν πέφτεις κάτω, οφείλεις να ξανασηκώνεσαι», απάντησε. «Αυτό είναι που κάνει τη διαφορά».

Πόσοι νεοέλληνες καταλαβαίνουν τη σημασία αυτού του αφορισμού; Οταν εμείς πέφτουμε, είναι συνήθως για να κερδίσουμε κάποιο πέναλτυ. Μία σύνταξη-μαϊμού, μία ντρίμπλα στη εφορία, ένα ρουσφέτι, ένα μετάλλιο βουτηγμένο στη ντόπα.

Βουτηγμένο όμως και στο αίμα το «γνήσιο», το «αμόλυντο», το ελληνικό.

πηγή : gazzetta.gr


Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του twitter

Tου Χρίστου Χαραλαμπόπουλου

Aπό τότε που κατάλαβα ότι η άκρατη εμπορευματοποίηση των Aγώνων θα αλλοίωνε ανεπανόρθωτα τα χαρακτηριστικά του αθλητικού συναγωνισμού,έπαψα να παρακολουθώ τους Ολυμπιακούς Αγώνες με τη ζέση και το ενδιαφέρον που το έκανα παλαιότερα.

Για να πω την αλήθεια, μου έλειπε και η «σιγουριά» που μου έδινε η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη, η οποία μπορούσε να προσθέσει ένα ακόμη πλεονέκτημα στη μετάδοση. Θυμάμαι, ακόμη, τον τρόπο που κατέβαζε την ένταση της φωνής και μιλούσε χαμηλόφωνα πριν από μία κρίσιμη προσπάθεια ενός άλτη στο ύψος, λες και βρισκόταν δίπλα του και υπήρχε ο φόβος ότι αν μιλούσε λίγο δυνατότερα, θα κατέστρεφε τη συγκέντρωσή του. Αυτή η θεατρικότητα στην περιγραφή δεν ήταν καθόλου προσποιητή, αλλά απόλυτα φυσική και μαρτυρούσε τη βαθιά αγάπη και τον σεβασμό του ανθρώπου για τα σπορ, καταδεικτική της ποιότητας του δημοσιογράφου ο οποίος υπήρξε -και παραμένει- αξεπέραστος δάσκαλος.

Αναρωτιέμαι, πολλές φορές, τι θα έλεγε για τη σημερινή εικόνα των Aγώνων που πλέον ετεροκαθορίζονται από ένα σωρό «περιφερειακές» επιδιώξεις. Τέλος πάντων, οι Ολυμπιακοί Αγώνες για μένα πλέον έχουν ενδιαφέρον για εκείνα που τους καθορίζουν και βρίσκονται εκτός αγωνιστικών χώρων, που έχουν γίνει υπερβολικά πολλά. Βέβαια, το «ξεχείλωμα» των αγώνων επιβλήθηκε από την τηλεόραση, πράγμα που έφερε περισσότερες ώρες μετάδοσης και πιο πολλά έσοδα, αλλά έπληξε σοβαρά τη γοητεία που είχαν. Το ντόπινγκ έχει αλλοιώσει κάθε έννοια συναγωνισμού, τα χρήματα κατέστρεψαν τα όποια Ολυμπιακά ιδεώδη και η τεχνολογία έφθασε να καθορίζει πολλά περισσότερα από όσα θα έπρεπε.

Αυτό, όμως, το «έπρεπε» δύσκολα καθορίζεται. Ακουσα με προσοχή τις χθεσινές δηλώσεις του Περικλή Ιακωβάκη και στέκομαι σε εκείνο που είπε, ότι θέλει να κάνει μία χρονιά χαλαρά, για να το ευχαριστηθεί. Η πίεση να ανταποκριθεί ένας αθλητής σε αυτό το σκληρά ανταγωνιστικό περιβάλλον των Αγώνων εξοστρακίζει την οποιαδήποτε χαρά μπορεί να αντλεί κάποιος από την ενασχόληση με τα σπορ. Αυτή τη χαρά μπορείς να τη συναντήσεις μόνο σε ερασιτεχνικό επίπεδο.

Ομως, στους φετινούς Ολυμπιακούς Αγώνες εκείνο που μου έχει κάνει εντύπωση είναι η απουσία κάποιας στρατηγικής, κάποιων κανόνων με βάση τους οποίους η ΔΟΕ και οι εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές θα μπορούσαν να καθορίσουν το πλαίσιο της αλληλεπίδρασής τους με τα social media. Που θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη δυναμική τους και τις διαφορετικές πλευρές της χρήσης τους. Οι αποπομπές αθλητών λόγω σχολίων που έγραψαν στο twitter δείχνει πρωτίστως αυτό. Την άγνοια για τη δυναμική των νέων Μέσων. Δευτερευόντως και τους περιορισμούς που ενυπάρχουν στις επικοινωνιακές τους στρατηγικές.

«Μα, γιατί δεν μιλάει κανείς;»

Είναι η φράση που ακούω πιο συχνά για όσα μεθοδεύονται και επιβάλλονται από την τρόικα, η οποία χρησιμοποιεί ως εκτελεστικό όργανο την τρικομματική κυβέρνηση. Ο όρος «κυβέρνηση» χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολή. Η αλήθεια είναι ότι μιλούν πολλοί, αλλά όχι οι μηχανισμοί προπαγάνδας που ελέγχονται από τις τράπεζες, οι οποίες στο χαρτοφυλάκιό τους διαθέτουν και κόμματα.

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και μία εικοσιπενταετία, τουλάχιστον, ο μηχανισμός εξουσίας καταστρέφοντας το εκπαιδευτικό σύστημα -που καλλιεργεί την κριτική ικανότητα- και με τη διάδοση ενός μοντέλου διαβίωσης που στηριζόταν σε μία επίπλαστη ευμάρεια και διαμόρφωνε ελαστικότατες συνειδήσεις, διαμόρφωσε πολίτες ανασφαλείς, φοβισμένους, αδύναμους και απαίδευτους, καταναλωτές που αντί να απαιτούν, επαιτούν για λίγα ψίχουλα ευμάρειας.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ιδιαίτερα μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την απόλυτη κυριαρχία του καπιταλισμού, επικράτησε -σε όλον τον κόσμο- η αντίληψη του εκδημοκρατισμού της αφθονίας. Αυτή η αντίληψη βασίστηκε στην προσδοκία ότι με βάση τη μεγαλύτερη παραγωγή αγαθών και πλούτου στην ανθρώπινη ιστορία, κάθε γενιά θα μπορούσε να απολαμβάνει ένα επίπεδο διαβίωσης καλύτερο από εκείνο της προηγούμενης.

Αυτή η αντίληψη, του εκδημοκρατισμού της αφθονίας, έχει πλέον αντιστραφεί και έχει οδηγήσει στη δημιουργία ανισοτήτων πολύ μεγαλύτερων από ό,τι στο παρελθόν και με ρυθμό καταιγιστικό. Βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της δημιουργίας δύο τάξεων στην κοινωνία.

Οι δύο τάξεις

Πρόκειται για μία ολιγομελή τάξη, της οποίας τα μέλη μονοπωλούν την εξουσία, την εκπαίδευση και τον πλούτο. Και για μία άλλη που προσπαθεί να επιβιώσει. Κι όταν κάποιοι εκπρόσωποι της δεύτερης τάξης κάνουν λόγο για αλλαγή των κοινωνικών δομών, δεν το εννοούν. Απλά παζαρεύουν τη δυνατότητά τους να προσκολληθούν στην ισχυρή τάξη και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Σε ποια δημοκρατία το δικαίωμα 1 εκατ. 700 χιλιάδων ανθρώπων να δουλέψουν, να έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την περίθαλψη και την κοινωνική προστασία είναι «αντισυνταγματικό»; Αν και όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, εκεί η δημοκρατία είναι άρρωστη και ο καταστατικός χάρτης λειτουργίας της -το Σύνταγμα- ελαττωματικό, τουλάχιστον. Κι εφόσον παραμένει ελαττωματικό, κάποιοι ευθύνονται που δεν αλλάζει. Υποψιάζομαι, όμως, ότι δεν αλλάζει γιατί αυτοί που έχουν τη δυνατότητα να το αλλάξουν, δεν το θέλουν. Τους εξυπηρετεί ο τρόπος που λειτουργεί η δήθεν «δημοκρατία». Κι εφόσον εξυπηρετεί τους λίγους, βλάπτει καίρια τους πολλούς. Αυτό είναι το πρόβλημα που πρέπει να λυθεί.

πηγή : sday.gr