Αγαπημένη μου χώρα,
Κάποτε στις στέγες των σπιτιών σου έπαιζε μουσική ένας βιολιστής.
Τώρα στις ταράτσες των πολυκατοικιών και στις αποθήκες σου σκάνε βόμβες και δυσάρεστα νέα. Όσο όσο το ξεπούλημά σου, βιαστικό αλλά μελετημένο, στο σφυρί τα χώματα, τα νερά, η χάρη, ο ήλιος και ο αέρας σου.
Κάποτε ήσουν ο εμβληματικός τόπος μιας αισιόδοξης εποχής….
Τώρα τα άλυτα μυστήριά σου βγαίνουν σε πλειστηριασμό όπου κερδίζουν όχι οι πιο πλούσιοι, αλλά οι πιο ικανοί απατεώνες που ξέρουν να ελίσσονται σωστά.
Κάποτε σε έβρισκα παντού. Σε συναντούσα στο βλέμμα ενός περαστικού, στη δροσιά ενός πάρκου, στο αμέριμνο τεμπέλιασμα των σκυλιών, στη σελίδα 28 ενός βιβλίου. Τώρα απουσία και σιωπή.
Μια τρυφερή νοσταλγία έμεινε μόνο, που μυρίζει τη λύπη των ξεκληρισμένων ανθρώπων σου που βλέπουν πως το τέλος τους δεν αργεί.
“Να φτιάξουμε μια κιβωτό” μου είπε ένα βράδυ κάποιος παλιός εραστής σου. “Να κρύψουμε μέσα ό, τι αξίζει να σωθεί: τη γλώσσα”.
Εγώ αντιπρότεινα κάτι πιο μπουρλέσκ και φανφαρόνικο. Πιο βερμπαλιστικό: ένα γιγάντιο διαστημόπλοιο με τρία πράγματα μέσα: κάτι αρχαία μάρμαρα, ένα ναύτη του Τσαρούχη και λίγες νότες του Χατζιδάκι. Κατά την βιαστική κρίση μου εκείνα άξιζαν να σωθούν όταν και ο τελευταίος σου άνθρωπος δεν θα τα έχει καταφέρει να επιβιώσει.
Είναι μεγάλο κρίμα που τώρα πια μετράμε μόνο καταστροφές ενώ κάποτε ποντάραμε στις νίκες. Κι ακόμα μεγαλύτερο κρίμα η ισχύς του φόβου που μας εμποδίζει να δούμε τα λιγοστά momentum σωτηρίας και να τα αποτολμήσουμε.
Τα τοπία σου γκρεμίζονται αθόρυβα. Χάνονται οι ψυχές σου κάτω από την πιο στυγνή, αλύπητη, αθόρυβη γενοκτονία της ανθρωπότητας. Χωρίς να το καταλαβαίνει σχεδόν κανείς.
Κάποιοι θαρραλέοι διορατικοί κάνουν το σάλτο μορτάλε και τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα. Οι υπόλοιποι ακολουθούμε την πραγματικότητα σαν τα ζώα που οδεύουν προς το σφαγείο βελάζοντας σεμνά.
Νομίζουμε πως οι κριτές μας μάς πάνε στη φυλακή για τα κρίματά μας, και προσπαθούμε να δείξουμε καλή διαγωγή μήπως και μειωθεί λιγάκι η ποινή μας.
Δεν έχουμε καταλάβει, ή δεν τολμούμε να παραδεχτούμε μέσα κι έξω μας πως ο τελικός προορισμός είναι το κρεματόριο. Ο αφανισμός.
Η αλλοτινή ευτυχία του μέλλοντος, των σχεδίων και των οραμάτων μας λίγο λίγο μετατρέπεται σε μουχλιασμένη Ιστορία και χρόνο Παρατατικό.
Καμιά φορά πεισμώνω και επιμένω να φαντάζομαι πως η καταστροφή δεν είναι οριστική και αμετάκλητη. Πως το παιχνίδι δεν χάθηκε ακόμα και πως όλα είναι πιθανά.
Μετά πέφτει πάνω μου η συναίσθηση της πραγματικότητας, με χαστουκίζει στεγνά ο ρεαλισμός σου, και τότε τα αισθήματά μου μοιάζουν με τα σταματημένα, ξεχειλωμένα και λιωμένα ρολόγια από εκείνο τον πίνακα που ονομάζεται “η επιμονή της ανάμνησης”. Γιατί όλα γίνονται σιγά σιγά αναμνήσεις. Και το μέλλον μοιάζει με άδειο ουρανό.
Κάποτε στα μέρη σου γεννιόντουσαν άνθρωποι με ασίγαστη όρεξη, ευκαιρίες, λιονταρένιες καρδιές. Τώρα είσαι γεμάτη αφυδατωμένους και ανήμπορους ανθρώπους, κουρασμένα κορμιά, ταλαιπωρημένες σκέψεις και αδιέξοδα.
Τώρα σου κάνουν κουμάντο οι κακοί μιας ταινίας α λα Φαρ Ουέστ που προβάλλεται σε τρύπιο πανί και που το μόνο τους μέλημα είναι οι σφαίρες που θα μαζέψουν στη ζώνη τους για να γίνει πιο εύκολη και πιο τελεσίδικη εξολόθρευσή σου.
Χάθηκαν οι παλιοί σου ήρωες, τώρα πια κανείς δεν παίζει μέχρις εσχάτων κλεφτοπόλεμο για να κερδίσει έστω λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι του τέλους.
Κάποτε, για το τέλος σου, θα αναπτυχθούν δεκάδες επιστημονικές και φιλοσοφικές θεωρίες. Κάποιοι άλλοι άνθρωποι με καινούριες συνήθειες, φωνήεντα και χαρακτηρηστικά θα θυμούνται ίσως τις άκρες της Ιστορίας σου.
Μπορεί και να θελήσουν να εξαφανίσουν τα όποια απτά ίχνη σου θα έχουν καταφέρει να αντέξουν στον καιρό και στο μένος των κατακτητών σου. Να κάνουν λευκό τοπίο το παρελθόν.
Μπορεί από τους πραγματικά δικούς σου ανθρώπους να μην επιβιώσει κανείς. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία, έλεγε παλιά ο ποιητής, και με το πέρας του χρόνου αποδεικνύεται πως όσο προχωρούν οι εποχές οι άνθρωποί σου λυγίζουν, παραδίνονται, δεν πολεμάνε πλέον για μεγάλα ιδανικά.
Μπορεί και να μην τους νοιάζουν.
Η ευτυχία των ανθρώπων σου έχει πάψει να προκαλείται από αιτίες φυσικές. Ντοπαμίνες εκκρίνουμε μόνο χάρη στον κόκα κόλα.
Μέρα μέρα με τη μέρα παζαρεύεται μπροστά στα θολά μας μάτια η εκταμίευση των ισχνών διαμαρτυριών για την μεταμόρφωσή σου σε πινακάκι της Μonopoly. Ώρα με την ώρα ξεκαθαρίζουν τα τοπία σου, που από μικροί ανεξιχνίαστοι παράδεισοι μεταμφιέζονται σε πεδία ασκήσεων υποταγής.
Τίποτα πάνω σου δεν με πείθει πια για την όποια μέριμνα υπέρ του ανθρώπου. Δεν βρίσκω πια λόγους για να τιμώ τις χάρες σου. Βλέπω μόνο αιτίες που ελευθερώνουν τη λύπη μου μπροστά στην απώλεια του σύμπαντός σου. Έπαψε να με συγκινεί η ποίηση των συμβάντων.
Βυθίζομαι στα παγωμένα σου ιουλιάτικα νερά – έσχατο καταφύγιο – και προσπαθώ να μείνω όσο περισσότερο γίνεται εκεί μέσα. Κάτω από τον κόσμο των ανθρώπων, λαθρεπιβάτης στο τοπίο των ψαριών. Η ανάδυση με θλίβει.
Δεν έχω πια όρεξη να κρατώ τις σημειώσεις των μυστηρίων σου γιατί τα πάλαι ποτέ άλυτα μυστήριά σου τώρα με κάνουν και δυστυχώ.
Μένω όσο περισσότερο αντέχουν τα πνευμόνια μου βαθιά στις θάλασσές σου, μιας και η θάλασσα είναι το μοναδικό ελεύθερο τοπίο στον κόσμο, το μόνο τοπίο όπου κανείς δεν βαδίζει στα ίχνη κανενός.
Μόλις τελειώνει η αναπνοή βγάζω το κεφάλι στον αέρα.
Και κοιτάζω τα αλλοτινά όμορφα λιμάνια σου δεμένα στη γη σαν έρημα καράβια.
Και όλα έχουν γεύση αλμυρή.
ΠΗΓΗ: Αγαπημένη μου χώρα http://thesecretrealtruth.blogspot.com/2012/07/blog-post_7995.html#ixzz221hGIpwW
Jul 29, 2012 @ 18:45:48
Reblogged this on ΝΕΑ ΧΩΡΙΣ ΦΙΛΤΡΟ ΦΕΛΛΟΥ.