του Ανδρέα Νικολόπουλου*

Η αναζήτηση των οικονομικών λόγων της κρίσης πρέπει να ξεκινήσει, όσο και αν φανεί υπερβολικό, πριν από 35 περίπου χρόνια, όταν η τότε ηγεσία της χώρας αποφάσισε την ένταξή µας στην Ευρωπαϊκή Οικονοµική Κοινότητα (ΕΟΚ) των εννέα (την εποχή εκείνη).

Στο αµέσως επόµενο χρονικό διάστηµα, δηλαδή µέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ξεκίνησαν οι αναλύσεις για τις επιπτώσεις στην Ελλάδα από την ένταξή της στην ΕΟΚ. Οι αναλύσεις αυτές αναπτύχθηκαν αποκλειστικά στο εξωτερικό, αφού στην Ελλάδα η ένταξή µας θεωρείτο από το τότε κυβερνών κόµµα µονόδροµος, ενώ τα κόµµατα της αντιπολίτευσης ήταν εναντίον, στηριζόµενα σε πολιτικά κυρίως επιχειρήµατα, π.χ. για τις σχέσεις της ΕΟΚ µε το ΝΑΤΟ. Αυτό σηµαίνει ότι στην Ελλάδα δεν έγινε την εποχή εκείνη ευρύτερη συζήτηση για τις οικονοµικές επιπτώσεις της χώρας µετά την ένταξή της στην ΕΟΚ.
Στη σχετική έκθεση της επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ακόµα µεταξύ όλων των ερευνητών υπήρξε πλήρης οµοφωνία για τις οικονοµικές επιπτώσεις της Ελλάδας µετά την ένταξή της στην ΕΟΚ, οι οποίες συνοψίζονται στα ακόλουθα σηµεία:
(α) Κατάρρευση της ελληνικής βιοµηχανίας για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος ήταν η τεχνολογική υστέρησή της και εξ αυτού η αδυναµία της για διαφοροποίηση των παραγόµενων προϊόντων, κάτι που θα οδηγούσε στην πτώση της ανταγωνιστικότητάς της, µετά τη µείωση ή και την εξάλειψη των δασµών στα εισαγόµενα προϊόντα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι οι ελληνικές βιοµηχανικές επιχειρήσεις προσανατολίζονταν σε «παραδοσιακούς» βιοµηχανικούς κλάδους, όπως κλωστοϋφαντουργία, ιµατισµός, καπνός, δέρµα, τρόφιµα. Οι κλάδοι αυτοί θα δέχονταν µεγάλες ανταγωνιστικές πιέσεις από τις χώρες του Τρίτου Κόσµου, λόγω του χαµηλού εργατικού κόστους τους, οι οποίες θα µπορούσαν να εισαγάγουν τα προϊόντα τους χωρίς δασµούς στις χώρες-µέλη της ΕΟΚ. Η ρύθµιση αυτή αποσκοπούσε στην ανάπτυξη εµπορικών σχέσεων της ΕΟΚ µε τις χώρες του Τρίτου Κόσµου, προς το συµφέρον των ηγέτιδων χωρών της ΕΟΚ, όπως Γερµανία και Γαλλία, οι οποίες έτσι θα ενίσχυαν τις εξαγωγές της βαριάς βιοµηχανίας τους.
(β) Δραστική συρρίκνωση του επιπέδου απασχόλησης της ελληνικής γεωργίας στα επίπεδα του 5%, από το 30% που βρισκόταν την εποχή εκείνη, που θα οδηγούσε σε δραστική αύξηση του ποσοστού ανεργίας, εφόσον δεν θα αυξάνονταν οι θέσεις απασχόλησης σε άλλους τοµείς της οικονοµίας.
(γ) Κλείσιµο µεγάλου αριθµού µικροµεσαίων επιχειρήσεων που συνδέονταν µε τη βιοµηχανική παραγωγή ή που δεν θα µπορούσαν να ανταγωνιστούν τις µεγάλες «αλυσίδες» των πολυεθνικών που θα εισέβαλαν στην Ελλάδα.
(δ) Δυσκολία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, αφού η Ελλάδα δεν θα ήταν πλέον σε θέση να αναπτύξει αντίστοιχη εθνική πολιτική προσέλκυσης επενδυτών, δεσµευόµενη από τις σχετικές ευρωπαϊκές ρυθµίσεις.
(ε) Ως συνέπεια των πιο πάνω (α) έως (δ) σηµείων θα προέκυπταν αφενός σηµαντικά ελλείµµατα στο εµπορικό ισοζύγιο και αφετέρου δραστική αύξηση του ποσοστού της ανεργίας.
Οι πιο πάνω προβλέψεις άρχισαν να επιβεβαιώνονται τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, αφού την περίοδο εκείνη υπήρξαν εκατοντάδες προβληµατικές επιχειρήσεις. Ορισµένες από τις επιχειρήσεις αυτές περιλαµβάνονταν τις προηγούµενες δεκαετίες στους «σηµαιοφόρους» της ελληνικής βιοµηχανίας, όπως π.χ. η Πειραϊκή Πατραϊκή. Οι επιχειρήσεις αυτές υποστηρίχθηκαν από το κράτος µε σκοπό την ανασυγκρότησή τους, αλλά κυρίως την αποφυγή που πολιτικού κόστους εξαιτίας της δραστικής αύξησης του ποσοστού των ανέργων σε περίπτωση εγκατάλειψής τους. Όλες αυτές οι επιχειρήσεις ήταν ζηµιογόνες και έτσι το κράτος επιβαρύνθηκε την περίοδο αυτή µε εκατοντάδες δισεκατοµµύρια δραχµές. Επιπλέον η υποστήριξη των προβληματικών επιχειρήσεων από το κράτος συμπαρέσυρε και τις υγιείς επιχειρήσεις των αντίστοιχων κλάδων, οδηγώντας τις σε χρεοκοπία, όπως π.χ. την επιχείρηση ΑΙΓΑΙΟΝ.
 Την ίδια περίοδο αναπτύχθηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισµοί, µε σκοπό την προώθηση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις αγορές του εξωτερικού. Το εγχείρηµα αυτό απέτυχε, διότι οι διοικήσεις των συνεταιρισµών αποτελούνταν κυρίως από αγρότες, οι οποίοι ήταν φίλα προσκείµενοι στο κυβερνών κόµµα και διέθεταν ελάχιστες γνώσεις για τη διοίκηση επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό µπορεί να ερµηνευθεί µε πολλούς τρόπους, που βρίσκονται έξω από τον τοµέα της διοικητικής επιστήµης.
Όλες αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στη σηµαντική χειροτέρευση του εµπορικού ισοζυγίου, ο πληθωρισµός ξεπέρασε το 20% στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και οι ξένες επενδύσεις ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Τα πιο πάνω προβλήµατα αντιµετωπίστηκαν µε νοµισµατικές πολιτικές (π.χ. υποτίµηση της δραχµής), υπερδιόγκωση του εξωτερικού χρέους και δραστικούς περιορισµούς των µισθολογικών αυξήσεων σε σχέση µε τον πραγµατικό πληθωρισµό. Επ’ αυτού αναφέρονται ενδεικτικά ο ετεροχρονισµός των µισθολογικών αυξήσεων (ήδη από το 1983) και η Πράξη Νοµοθετικού Περιεχοµένου 1985-1987, για την οποία υπήρξε πρόθεση για την επέκτασή της και στα επόµενα έτη, χωρίς όµως αποτέλεσµα, λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων.
Οι πολιτικές αυτές έπαιξαν µικρό ρόλο στη βελτίωση της οικονοµικής κατάστασης, αφού η διάρθρωση της ελληνικής βιοµηχανίας είναι οριζόντια και έτσι κάθε υποτίµηση προκαλούσε εισαγόµενο πληθωρισµό, από τις πρώτες και βοηθητικές ύλες µέχρι και τα ηµικατεργασµένα προϊόντα που ήταν αναγκαία για την εγχώρια παραγωγή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο απέτυχαν τόσο οι περιοριστικές µισθολογικές πολιτικές (για τον περιορισµό του πληθωρισµού) όσο και ο περιορισµός των ελλειµµάτων του εµπορικού ισοζυγίου, τα οποία παρουσίασαν εκρηκτική αύξηση.   Ο βασικός λόγος της αποτυχίας ή της µειωµένης αποτελεσµατικότητας όλων αυτών των πολιτικών ήταν φυσικά η προηγούµενη καταστροφή του παραγωγικού ιστού.
Οι συνέπειες των εξελίξεων αυτών δεν εµφανίστηκαν στο πραγµατικό τους µέγεθος το χρονικό σηµείο που είχαν προβλεφθεί από τους ερευνητές της δεκαετίας του ‘70, διότι την εποχή εκείνη εισέρρευσαν τρισεκατοµµύρια δραχµών, τα οποία αποσκοπούσαν στην αναδιάρθρωση της αγροτικής και βιοµηχανικής παραγωγής προκειµένου να αποτραπούν οι δυσµενείς προβλέψεις (Μεσογειακά Προγράµµατα, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων κτλ.).
Τα κεφάλαια αυτά ενέτειναν τα ελλείµµατα, αφού χρησιµοποιήθηκαν αναποτελεσµατικά, π.χ. για την:
ü      υποστήριξη ήδη καταδικασµένων επιχειρήσεων (προβληµατικές επιχειρήσεις),
ü      ανάπτυξη αγροτικών συνεταιρισµών που τελικά, λόγω κακοδιαχείρισης, κατέληξαν ελλειµµατικοί,
ü      αναποτελεσµατική υλοποίηση κοινοτικών ερευνητικών προγραµµάτων, που τελικά οδήγησαν στον πλουτισµό των διαχειριστών τους, είτε ως κρατικών  λειτουργών είτε ως εταιρειών διαχείρισης, στις οποίες ήταν µέτοχοι και πολιτικά πρόσωπα της εποχής εκείνης.
Οι λόγοι της αναποτελεσµατικής χρησιµοποίησης των εισροών αυτών αναφέρονται στα πολιτισµικά δεδοµένα και έτσι θα συζητηθούν στην αµέσως επόµενη ενότητα.
 Βάσει των πιο πάνω το αποφασιστικό πλήγµα της ελληνικής βιοµηχανίας δόθηκε τη δεκαετία του ’80, ενώ τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 µε την πολιτική της «σκληρής –δηλαδή υπερτιµηµένης– δραχµής» το πλήγµα αυτό ολοκληρώθηκε. Κατ’ αυτόν τον τρόπο στα χρόνια που ακολούθησαν µέχρι σήµερα θα µπορούσαν να γίνουν πολύ λίγες διορθώσεις, µε εξαίρεση την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα µπορούσαν να αντισταθµίσουν την κατάρρευση του παραγωγικού ιστού των προηγούµενων δεκαετιών.
Οι επενδύσεις αυτές όχι µόνο δεν πραγµατοποιήθηκαν, για λόγους που αναφέρονται στην επόµενη ενότητα, αλλά υπήρξε µαζική φυγή ήδη υπαρχόντων επενδυτών και ακόµα αποθάρρυνση εκείνων που επέδειξαν έµπρακτο ενδιαφέρον να επενδύσουν στην Ελλάδα.
Η εικόνα που προκύπτει από τις συµπεριφορές των κυβερνήσεων της τελευταίας εικοσαετίας είναι ότι παραιτήθηκαν από κάθε αναπτυξιακή προσπάθεια, δηλαδή ανάπτυξη του παραγωγικού ιστού, περιορίζοντας τις επιδιώξεις τους στη διαχείριση των ελλειµµάτων, τα οποία διαρκώς διογκώνονταν. Η διόγκωσή τους οφειλόταν όχι µόνο στα τρέχοντα αλλά και στα συσσωρευθέντα ελλείµµατα της δεκαετίας του ’80. Οι άστοχες αποφάσεις, η διαφθορά και η αδιαφορία για την προσέλκυση επενδυτών οδηγούσαν στην περαιτέρω επιδείνωση των ελλειµµάτων.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στο στόχο της ένταξής µας στην ευρωζώνη µε κάθε µέσο, ακόµα και µε λογιστικά «µαγειρέµατα» των δεικτών, τα οποία θα µας έκαναν αποδεκτούς.
Πιστεύω ότι τα κυβερνώντα κόµµατα της εποχής εκείνης θεώρησαν ότι η ένταξή µας στην ευρωζώνη θα µετέφερε το ελληνικό πρόβληµα στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη και έτσι θα µπορούσαµε να επιβιώσουµε διαρκώς υποστηριζόµενοι και επιβαρύνοντας τους υπόλοιπους Ευρωπαίους εταίρους. Βάσει των πιο πάνω, εάν επιχειρήσουµε να προσωποποιήσουµε τους αντικειµενικούς λόγους της κρίσης, τότε µπορούµε να θεωρήσουµε ότι η Ελλάδα σήµερα είναι:
Ένα άτοµο που διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και είναι ταυτόχρονα υπερχρεωµένο. Ο λόγος της υπερχρέωσής του οφείλεται στο γεγονός ότι εδώ και 25 χρόνια έχει µειώσει σηµαντικά την παραγωγή του, δηλαδή στην ουσία είναι µακροχρόνια άνεργο. Ως εκ τούτου δεν έχει τις δυνατότητες να αποπληρώσει τα συσσωρευθέντα χρέη του, ακόµα και εάν περιορίσει δραστικά τα έξοδά του, αφού για να επιβιώσει θα πρέπει να συνεχίσει να δανείζεται στο αµέσως επόµενο χρονικό διάστηµα. Αυτό σηµαίνει ότι ακόµα και εάν οι πιστωτές του αποφάσιζαν να διαγράψουν ή να επαναδιαπραγµατευτούν τα σηµερινά υπέρογκα χρέη του, τότε το άτοµο αυτό θα ξαναερχόταν µετά από ένα σχετικά σύντοµο χρονικό διάστηµα στην ίδια κατάσταση, λόγω της ανεπαρκούς παραγωγής του, αφού η παραπέρα συντήρησή του βασίζεται στο δανεισµό του. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακόµα και εάν το άτοµο αυτό πουλούσε µέρος ή ολόκληρη την προσωπική του περιουσία για να αποφύγει τη σηµερινή χρεοκοπία του, τότε, µε τα σηµερινά δεδοµένα, θα ξαναβρισκόταν σύντοµα στην ίδια δυσµενή θέση, λόγω της παραγωγικής αδυναµίας του, χωρίς να διαθέτει πλέον περιουσιακά στοιχεία.
 Επειδή από τα προαναφερθέντα µπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξα πολέµιος της ένταξης της Ελλάδας στη ΕΟΚ, θέλω να εκφράσω ορισµένες προσωπικές απόψεις για τους οικονοµικούς λόγους που µπορούν να δικαιολογήσουν τους κυβερνήτες της χώρας της δεκαετίας του ’70 στο να επιδιώξουν την εισδοχή µας στην ΕΟΚ.
Η Ελλάδα, ως «κλειστή» οικονοµία, έχει µικρή αγορά και έτσι οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν µπορούν να παραγάγουν µε χαµηλό κόστος, δηλαδή να πετύχουν οικονοµίες κλίµακας, αφού η κατανάλωση είναι περιορισµένη. Η διάρθρωση των ισολογισµών των επιχειρήσεων την εποχή εκείνη ήταν εµφανώς προβληµατική, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία τους λειτουργούσαν µε ξένα κεφάλαια (κατά µέσον όρο 80%).
Τα περιορισµένα κέρδη τους δεν επαρκούσαν για έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων και έτσι η βιωσιµότητα των περισσότερων επιχειρήσεων εξαρτιόταν από την κρατική υποστήριξη και από τις επαχθείς δασµολογικές πολιτικές, κάτι που οδήγησε στο χαρακτηρισµό τους ως «κρατικοδίαιτων».
Για τους υποστηρικτές της εισδοχής της Ελλάδας στην ΕΟΚ τα µειονεκτήµατα αυτά θα µπορούσαν να απαλειφθούν, αφού πολλές ελληνικές επιχειρήσεις θα είχαν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν, διότι θα απευθύνονταν σε µεγάλες αγορές των χωρών-µελών της Κοινότητας και έτσι θα πετύχαιναν τις επιθυµητές οικονοµίες κλίµακας.
Η πρόθεση αυτή της τότε ελληνικής κυβέρνησης δεν έγινε παρ’ όλα αυτά αποδεκτή από µεγάλη µερίδα των Ελλήνων βιοµηχάνων και για το λόγο αυτό η φράση του Κωνσταντίνου Καραµανλή, απευθυνόµενου προς αυτούς,«Σας ρίχνω στη θάλασσα και να µάθετε να κολυµπάτε» είναι χαρακτηριστική.
Φυσικά οι κυβερνώντες της εποχής εκείνης δεν απέκλειαν τους κλυδωνισµούς της ελληνικής οικονοµίας, παρά το γεγονός ότι δεν το δήλωναν. Η απάντηση που έδωσε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1978 (τότε ως υπουργός Συντονισµού) στο γερµανικό κανάλι ARD µας δίνει τον τρόπο σκέψης της τότε ελληνικής κυβέρνησης σε περίπτωση που θα επιβεβαιώνονταν οι δυσµενείς προβλέψεις για την ελληνική οικονοµία:«Η Ελλάς είναι µια τόσο µικρή χώρα, που δεν θα µπορούσε να προκαλέσει προβλήµατα στην ΕΟΚ». Βάσει της απάντησης αυτής µπορούµε να ισχυριστούµε ότι η ελληνική κυβέρνηση θεωρούσε ότι η ΕΟΚ θα βοηθούσε σε κάθε περίπτωση να ξεπεράσουµε τα όποια οικονοµικά προβλήµατά µας, διότι το κόστος γι’ αυτήν θα ήταν αµελητέο.
Συνοψίζοντας τις απόψεις µας στην ενότητα αυτή συµπεραίνουµε ότι η ελληνική οικονοµία δεν είχε τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στην ΕΟΚ. Παρ’ όλα αυτά οι κυβερνώντες θεώρησαν ότι ήταν η καταλληλότερη χρονική περίοδος για την εισδοχή της, αφού οι προϋποθέσεις για ένταξη θα ήταν πολύ δύσκολο να καλυφθούν µελλοντικά. Παράλληλα υπήρχε η σκέψη ότι ως µέλη της ΕΟΚ θα µας δίνονταν οι κατάλληλες υποστηρίξεις για τη µελλοντική οικονοµική µας ενσωµάτωση σ’ αυτήν.
Οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’80 απέτυχαν να εκµεταλλευθούν τις εισροές από τα προγράµµατα στήριξης, κάτι που είχε προβλέψει και ο Κωνσταντίνος Καραµανλής στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ότι «εάν δεν αναδιαρθρωθεί ο κρατικός µηχανισµός, τότε η Ελλάδα δεν θα µπορέσει να εκµεταλλευθεί τις εισροές κεφαλαίων από την ΕΟΚ».

Η ένταξή µας στην ΟΝΕ θεωρήθηκε πλέον οικονοµικό «σωσίβιο» και για το σκοπό αυτό χρησιµοποιήθηκαν όλοι οι τρόποι παραπλάνησης των κοινοτικών οργάνων. Η αποκάλυψη της αλήθειας ήταν πλέον θέµα χρόνου, όπως και έγινε.

Ο Ανδρέας Νικολόπουλος είναι Καθηγητής Βιομηχανικών Σχέσεων και Διαπραγματεύσεων στο τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών από το 2002.


Πηγή http://www.cirn.aueb.gr

Αναδημοσιεύουμε από το blog  Νέος Ανένδοτος:  http://paradosiakos.blogspot.com/2012/03/blog-post_1336.html